Τη δεκαετία του 1990 είχα βρεθεί στο Ισραήλ για ένα ρεπορτάζ που μου είχε προκαλέσει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Θα συναντούσα νεαρά άτομα από τη Γερμανία, κορίτσια τα περισσότερα, λίγο πάνω από τα είκοσί τους χρόνια, που πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους ως οικιακοί βοηθοί ή νοσοκόμοι σε μοναχικούς, ηλικιωμένους Εβραίους και Εβραίες που είχαν επιζήσει από στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μία μορφή έμπρακτης εξιλέωσης για τις ιστορικές ευθύνες προηγούμενων γενεών. Είχα συναντήσει τέσσερα – πέντε τέτοια «παράξενα ζευγάρια» και, σε κάθε περίπτωση, διέφεραν κατά πολύ τα ποσοστά ενσυναίσθησης, εκδικητικότητας, ενοχών, συντριβής, στοργής και τρυφερότητας που συνέθεταν τη σχέση. Μια ηλικιωμένη φερόταν στη νεαρή Γερμανίδα που την φρόντιζε σαν να ήταν κόρη της, ενώ κάποια άλλη αποκαλούσε τη δική της συνοδό «μικρή ναζίστρια». Το αγόρι της παρέας έλεγε ότι ακόμη και αν έμενε εκεί όλη του τη ζωή, δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το εθνικό τραύμα. Σε αντίθεση με ένα κορίτσι που είχε καταρρεύσει ψυχολογικά και ήθελε να φύγει μια ώρα αρχύτερα. Είκοσι πέντε χρόνια μετά δεν έχω κατασταλάξει αν η αυτοτιμωρία στην οποία υποβάλλονταν αυτά τα παιδιά είχε κάποιο νόημα ή ήταν υπερβολική. Στον αντίποδα, από έρευνα του ινστιτούτου Korber που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο προέκυψε ότι σχεδόν ένας στους δύο γερμανούς μαθητές από 14 έως 16 ετών δεν γνωρίζει ότι υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης (τα στοιχεία αναδημοσιεύθηκαν προχθές, ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος).
Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Και προϋποθέτει την επίγνωση ότι καλλιεργείται για να διδάσκει. Οχι για να δικαιολογεί και να δίνει άλλοθι σε συγκρουασιακές συμπεριφορές. Ας είμαστε λοιπόν πιο καχύποπτοι με όσους αυτοαναγορεύονται διαχειριστές της εθνικής ή παραταξιακής μνήμης, στο όνομα ενός ολόκληρου λαού. Και ας εμπιστευόμαστε περισσότερο τις προσωπικές μνήμες των ανθρώπων όπως αυτές των εργατών της ΠΥΡΚΑΛ.