Πρέπει ή όχι να επιβάλλεται εισιτήριο στους επισκέπτες του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης; Τα 25 δολάρια που θα καλούνται να πληρώσουν υποχρεωτικά τα επτά εκατομμύρια επισκεπτών που συνωστίζονται στις αίθουσές του ετησίως αναδεικνύοντάς το στο δεύτερο σε προσέλευση κοινού μουσείου παγκοσμίως (σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016) είναι αρκετά για να καλύψουν μέρος των σοβαρών οικονομικών ελλειμμάτων που αντιμετωπίζει ή μήπως αυτό θα λειτουργήσει ανασταλτικά προς τους μελλοντικούς επισκέπτες του, αλλοιώνοντας ταυτοχρόνως και έναν από τους πρωταρχικούς σκοπούς του, την απρόσκοπτη δηλαδή πρόσβαση όλων στους θησαυρούς του; Και πόσο σωστό είναι ένα ίδρυμα – κιβωτός της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς να διαχωρίζει τους επισκέπτες σε προνομιούχους που θα δικαιούνται ελευθέρας εισόδου (κάτοικοι της Νέας Υόρκης) και σε μη, καθώς όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να βάζουν το χέρι στην τσέπη για να περάσουν την είσοδο, σε μια εποχή μάλιστα που οι διακρίσεις αναδεικνύονται ξανά σε μάστιγα;
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Ο πόλεμος έχει φουντώσει για τα καλά. Κι όσο ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την 1η Μαρτίου, ημέρα που θα κοπεί το πρώτο υποχρεωτικό εισιτήριο στα ταμεία του μουσείου, τόσο περισσότεροι είναι εκείνοι που επιχειρηματολογούν υπέρ ή κατά της εφαρμογής εισιτηρίου στο μουσείο, που ακολουθούσε πολιτική προαιρετικού αντιτίμου εισόδου από το 1970, ενώ ο ιδρυτικός κανονισμός του, το 1893, προέβλεπε λειτουργία με ελεύθερη είσοδο.
«Τότε ήταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ο Ρίτσαρντ Νίξον, ζούσε ο Ελβις Πρίσλεϊ και η Πόλη της Νέας Υόρκης φιλοξενούσε την πρώτη Παρέλαση Υπερηφάνειας (gay pride). Τώρα η εποχή είναι διαφορετική», γράφει ο βρετανικός «Γκάρντιαν». Την ίδια ώρα οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» χαρακτηρίζουν την απόφαση λάθος. Η «Νιου Γιορκ Ποστ» εκτιμά ότι το μουσείο δεν έχει το δικαίωμα να καθιερώσει εισιτήριο ενώ ο «Νιου Γιόρκερ» υποστηρίζει ότι η νέα πολιτική του ιδρύματος υποβαθμίζει τη Νέα Υόρκη.
Ουδεμία έκπληξη για τις αντιδράσεις αυτές δεν φαίνεται να αισθάνεται ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Μητροπολιτικού Μουσείου Ντάνιελ Βάις. «Ο κόσμος είχε βολευτεί με την ιδέα του “πληρώστε ό,τι προαιρείσθε” και κανείς δεν χάρηκε με την ανακοίνωση. Η συγκεκριμένη πολιτική όμως απέτυχε και πρέπει να αλλάξει».
ΕΛΛΕΙΜΜΑ 40 ΕΚΑΤ. Οι αριθμοί αποτελούν το βασικό επιχείρημα του μουσείου που επικαλείται οικονομικούς λόγους για την επιβολή υποχρεωτικού εισιτηρίου. Και μπορεί την προηγούμενη δεκαετία η προσέλευση να εκτοξεύτηκε από τα 4,7 εκατ. επισκέπτες στα 7 εκατ. ετησίως, ωστόσο το ποσοστό όσων πλήρωναν το προτεινόμενο αντίτιμο έπεσε από το 63% στο 17%. Τα έσοδα από τα εισιτήρια ανέρχονται σε 43 εκατ. δολάρια ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί στο 14% των λειτουργικών εξόδων (κυμαίνονται περί τα 330 εκατ. δολάρια). Το μουσείο αντιμετωπίζει έλλειμμα της τάξης των 40 εκατ. δολαρίων, γεγονός που προκάλεσε εντάσεις, προβλήματα στον εκθεσιακό προγραμματισμό, ακόμη και την παραίτηση του (τέως) διευθυντή Τόμας Κάμπελ με τις κατηγορίες της κακοδιαχείρισης. Αν και οι ιθύνοντες υποστηρίζουν πως η κατάσταση είναι υπό έλεγχο και ώς το 2020 θα έχει διευθετηθεί το ζήτημα χάρη και στη δωρεά ύψους 80 εκατ. δολαρίων που έγινε τον Νοέμβριο από το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου Φλόρενς Ιρβινγκ.
Αρκετοί είναι ωστόσο εκείνοι που εκτιμούν ότι αν το Μητροπολιτικό Μουσείο προχωρούσε σε επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων του και έδινε διαφορετικές κατευθύνσεις στους χορηγούς του, θα μπορούσε να αποφύγει την επιβολή υποχρεωτικού εισιτηρίου. Ποιος θα πείσει όμως τους χορηγούς, αντί για τις εντυπωσιακές δωρεές που επιτρέπουν να γραφεί το όνομά τους με μεγάλα γράμματα στις αίθουσες, να προσφέρουν τα χρήματα που θα καλύψουν το κενό του αντιτίμου ώστε να μπορεί ο επισκέπτης να περάσει στις αίθουσες του;
Την ίδια ώρα μια άλλη παράμετρος είναι ο διαχωρισμός των επισκεπτών, καθώς οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης δικαιούνται με επίδειξη δικαιολογητικών ελεύθερη είσοδο και όλοι οι υπόλοιποι καλούνται να πληρώσουν σε ένα μουσείο που δεν είναι ιδιωτικό το ίδιο αντίτιμο (25 δολάρια) με τα γειτονικά Γκούγκενχαϊμ και Μουσείο Μοντέρνας, τα οποία δεν επιχορηγούνται με χρήματα των φορολογουμένων. Το Μητροπολιτικό λαμβάνει 26 εκατ. δολάρια ετησίως από την Πόλη της Νέας Υόρκης, ποσό που είναι το μεγαλύτερο που χορηγεί η Πολιτεία προς καλλιτεχνικό θεσμό.
ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ. Κι αν μια τέτοια αλλαγή πολιτικής και διάκριση δεν θα ταίριαζε με την ηθική ενός οποιουδήποτε μουσείου, πόσο συνάδει με έναν οργανισμό που περιέχει θησαυρούς από όλο τον κόσμο υποστηρίζοντας ότι λειτουργεί ως πολιτιστική κιβωτός; «Σε έναν ιδανικό κόσμο όλα τα μουσεία θα είχαν ελεύθερη είσοδο. Τα κρατικά μουσεία κάποιων χωρών είναι δωρεάν για όλους, όπως και το Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού μία ημέρα την εβδομάδα, σύμφωνα με επιθυμία του ιδρυτή του. Ομως η συρρίκνωση των επιδοτήσεων προς πολιτιστικούς οργανισμούς, πραγματικότητα που η Ελλάδα βίωσε ήδη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τελευταία, καθιστά το έσοδο από τα εισιτήρια απαραίτητο για την επιβίωσή τους», λέει στο «Νσυν» το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη δρ. Γιώργης Μαγγίνης. «Το Μητροπολιτικό Μουσείο κατηγορήθηκε για την αλλαγή της πολιτικής του κυρίως επειδή είναι ένας από τους πλουσιότερους πολιτιστικούς οργανισμούς στον κόσμο. Σίγουρα δεν ήταν μια εύκολη απόφαση και αντικατοπτρίζει τις προτεραιότητες της διοίκησής του» προσθέτει.
Η ελληνική πραγματικότητα άραγε επιτρέπει ανάλογους προβληματισμούς; «Τα δικά μας μουσεία δεν έχουν σχεδιαστεί με την ίδια φιλοσοφία –να αφήνει δηλαδή ο επισκέπτης πολύ περισσότερα χρήματα στο εστιατόριο ή το πωλητήριο σε σχέση με το εισιτήριο –ούτε υποδεχόμαστε τόσους πολλούς τουρίστες όπως το Μητροπολιτικό. Χαρακτηριστικό είναι ότι η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου στην Ελλάδα δεν προκάλεσε μείωση της προσέλευσης», επισημαίνει η διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Λαγογιάννη. Και ο Γιώργος Μαγγίνης σημειώνει: «Η χρέωση αντιτίμου εισόδου στα ελληνικά μουσεία είναι αναγκαία. Η αναγκαιότητα αυτή δεν έχει σχέση με τις συλλογές που τα μουσεία φιλοξενούν ή την αποστολή τους αλλά με το εάν θα συνεχίσουν να προσφέρουν στην εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και την έρευνα».