Τυπικά, είναι αυτό που η επιστήμη της πολιτικής επικοινωνίας θα αποκαλούσε «επικοινωνιακή αντεπίθεση». Αλλά πώς μπορεί να γίνει μια αντεπίθεση με ένα στέλεχος του κόμματος, τη μαμά ενός άλλου στελέχους, έναν περιφερειάρχη και μερικά ρυζόγαλα που παίζουν όλοι μαζί σε ένα προπαγανδιστικό σποτάκι; Εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Οχι για την επαγγελματική επάρκεια των διαφημιστών. Αλλά για το πολιτικό κριτήριο των εμπνευστών της. Για την πεποίθησή τους ότι τα προπαγανδιστικά σποτάκια είναι ό,τι χρειάζεται η κυβέρνηση σε αυτήν τη φάση για να φτιάξει προφίλ.
Ειδικά για τους πρωθυπουργούς και τις κυβερνήσεις τους ισχύει ό,τι δεν ισχύει για όλους τους υπόλοιπους: από το να ασχολούνται αρνητικά μαζί τους είναι καλύτερα να μην ασχολούνται καθόλου. Από την αρνητική έκθεση είναι προτιμότερη η αφάνεια. Αλλά τα προπαγανδιστικά σποτ φώτισαν όλη την αρνητική εικόνα. Δεν εξωράισαν μια κατάσταση διά της διαστρεβλώσεώς της. Αντίθετα, τόνισαν το κοντράστ ανάμεσα στην προπαγάνδα και την πραγματικότητα.
Το έγκλημα, από αυτήν την άποψη, ήταν η ίδια η ιδέα. Τα κομματικά στελέχη που υποδύονταν τους απλούς πολίτες, οι συγγενείς που επιστρατεύτηκαν και τα ρυζόγαλα πάνω στα οποία ζούμαρε ο φακός απλώς ανέδειξαν το μέγεθος του εγκλήματος. Υπενθύμισαν ακόμη ότι όταν η προπαγανδιστική μηχανή της εξουσίας δεν ελέγχει όλα τα Μέσα, όταν δηλαδή το περιβάλλον δεν είναι Κίνας ή Βενεζουέλας, τότε η κυβερνητική διαφήμιση μετατρέπεται σε δυσφήμηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι κυβερνήσεις αποφεύγουν να προπαγανδίσουν τον εαυτό τους με διαφημιστικούς όρους. Εκτός εάν είναι καθεστώτα. Ή σκέφτονται σαν τέτοια.