Την είχα γνωρίσει πριν από λίγα χρόνια σε κάποιο ακτοπλοϊκό των Κυκλάδων. Μια συνηθισμένη γυναίκα άνω των εξήντα, συμπαθής, από αυτές, ωστόσο, που δεν σταματάει το βλέμμα σου επάνω τους. Μόνη εκείνη, μόνη κι εγώ, μοιραστήκαμε το τραπεζάκι στο σαλόνι του πλοίου και ύστερα από τα πρώτα αμήχανα «ενοχλώ;», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», ανοίξαμε μία υποτυπώδη συζήτηση όπως επιβάλλουν οι στοιχειώδεις κανόνες ευγένειας. Και έτσι, πάνω στην κουβέντα, σαν να μου μιλάει για απολύτως καθημερινά πράγματα, μου ανέφερε πως λεγόταν Ξεναρίου, συνταξιούχος, πλέον, αρχαιολόγος, που στα πρώτα μεταφοιτητικά της χρόνια ανήκε στην ομάδα του Μανόλη Ανδρόνικου στις ανασκαφές στη Βεργίνα. Επειδή μάλιστα ήταν μικροκαμωμένη, πρώτη αυτήν κατέβασαν με σχοινιά, από την μικρή οπή στο εσωτερικό του τάφου, πρώτη είδε τα κτερίσματα. Και μου έλεγε πως φορούσε πολύ κολλητά ρούχα, μην τυχόν και διανοηθεί κάποιος ότι μπορεί να είχε κρύψει επάνω της κάτι από τα μη καταγραμμένα ακόμη αντικείμενα. Ο ίδιος ο καθηγητής, δε, της υπενθύμισε μια μέρα ότι το απόγευμα ήταν ο… γάμος της. Στα μάτια μου, αυτή η αδιάφορη, αρχικά, κυρία είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί σε έναν φορέα της Ιστορίας, σε μία επίμονη σκαπανέα του Πολιτισμού.
Την θυμήθηκα με αφορμή τον βομβαρδισμό από τους Τούρκους του αρχαίου ναού Αΐν Νταρά. Οπως θυμήθηκα και τον αρχαιολόγο Χαλέντ αλ Ασάαντ, υπεύθυνο των αρχαιοτήτων της Παλμύρας που, πριν από δυόμισι χρόνια αποκεφάλισαν δημόσια οι τζιχαντιστές. Μια ζηλώτρια και ένας οσιομάρτυρας, σε μια εποχή που φαίνεται να διαταράσσεται μία θεμελιώδης αρχή του πολιτισμού. Ο σεβασμός στα αρχαία μνημεία. Που τι είναι, στην ουσία, πέρα από πολιτιστική κληρονομιά; Η ανάγκη του ανθρώπου να πιστοποιήσει την παρουσία του σε μια περιοχή, να αφήσει παρακαταθήκη τα έργα του, να μνημονεύσει με τους ναούς του την ανάγκη του γήινου πεπερασμένου να διασωθεί από το υπέρτατο θείον.