Την προειδοποίηση ότι η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής για την ελληνική οικονομία, περιέχει η νέα τριμηνιαία έκθεση που εκπόνησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή, το οποίο, πάντως, αναγνωρίζει ότι η μείωση της αβεβαιότητας φέρνει αποτελέσματα, όπως έδειξαν τα στοιχεία του 2017 μετά και την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης που έδωσε ισχυρή ώθηση στην αλλαγή κλίματος και την σύντομη ολοκλήρωση και της τρίτης αξιολόγησης. Το σημαντικό αποτέλεσμα που προέκυψε από αυτήν την εξέλιξη, ήταν η έξοδος στις αγορές π.χ. με το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών αρχικά για την έκδοση πενταετούς ομολόγου.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει ότι οι θετικές αυτές εξελίξεις δημιουργούν προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές στο τέλος του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.
Αναφορικά με τον γενικό στόχο της κυβέρνησης, ο οποίος «όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι να πετύχει“καθαρή έξοδο στις αγορές”, δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ)», το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει ότι «πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους». Όμως υπογραμμίζει ότι «η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς». Και αυτό, όπως εξηγεί, για τρεις λόγους:
1.Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά της Ευρωζώνης.
2. Η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη.
3. Τον ρόλο της τρόικας αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές.
Όπως τονίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού, «η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας» και αυτό διότι η χώρα:
1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού επαναλαμβάνει την εκτίμησή του για τα αδιέξοδα που προκαλούν για την πορεία της οικονομίας οι πολιτικές λιτότητας: Η χώρα μας έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό, τονίζεται σχετικά, ενώ σχετικά με την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης, επισημαίνει ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνον εάν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις («Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν», αναφέρεται στην έκθεση χαρακτηριστικά), αν συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα αλλά με άλλο μίγμα («περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων», τονίζεται) και τέλος, αν υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων(«Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία», υπογραμμίζεται).
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, αυτό που επισημαίνει με έμφαση το Γραφείο Προϋπολογισμού, είναι ότι χρειάζεται συναίνεση για να προχωρήσουν τα πράγματα: «Η συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες εθνικές προσπάθειες προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση, χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της», τονίζει.