Ανέβηκε στο βήμα φορώντας στο κεφάλι το παραδοσιακό κιπά. Δεν ήταν βέβαια υποχρεωτικό –οι χαιρετισμοί που είχαν προηγηθεί από εκπροσώπους της κυβέρνησης, της περιφέρειας ή των προξενικών Αρχών και της Ισραηλιτικής Κοινότητας έγιναν και χωρίς αυτό. Στις επόμενες μέρες άλλωστε η γενικότερη παρουσία και ο λόγος του μπορεί και να επισκιάζονταν από την τελετή θεμελίωσης του Μουσείου του Ολοκαυτώματος στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό παρουσία του προέδρου του Ισραήλ και του έλληνα Πρωθυπουργού. Κι όμως, η κεντρική ομιλία του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη θα χαρακτηριζόταν από «ιστορική» μέχρι «συγκλονιστική».

Δεν ήταν μόνο η φιλολογική αξία της, οι συμβολισμοί και το συναίσθημά της. Ηταν κυρίως εκείνος ο ανατρεπτικός αναστοχασμός πάνω στη λέξη «μάρτυρες»: οι Εβραίοι της Ευρώπης δεν επέλεξαν να μαρτυρήσουν, τόνισε, «δεν επέλεξαν δηλαδή να θυσιάσουν συνειδητά τη ζωή τους για ένα υψηλότερο ιδανικό, τη θρησκευτική πίστη ή την ιδεολογία τους. Δεν διάλεξαν το θάνατο, πολύ απλά γιατί δεν είχαν καν το δικαίωμα αυτής της επιλογής. Και για τον λόγο αυτό δεν τους αξίζει να τους αντιμετωπίζουμε σήμερα σαν άγιους, όλοι εμείς, χριστιανοί και Ευρωπαίοι, που για αιώνες συχνά τους αντιμετωπίζαμε σαν διαβόλους. Ανθρωποι ήταν και αυτό ζητούσαν να είναι».

Η ΜΠΟΥΕΝΑ ΣΑΡΦΑΤΗ. Με μια τέτοια ιστορία ξεκίνησε την ομιλία του. Το όνομα της πρωταγωνίστριάς της, Μπουένα Σαρφατή: μια Εβραία τριάντα ετών, Σαλονικιά πάππου προς πάππου, που το καλοκαίρι του 1945 είχε μόλις γυρίσει στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη, έχοντας στο μεταξύ διαφύγει στο βουνό, πολεμώντας αρχικά με τον ΕΔΕΣ, κατόπιν με το ΕΑΜ, και τελικά, δραπετεύοντας στην Παλαιστίνη. Η οικογένειά της δεν είχε την ίδια τύχη. Από το βαγόνι του τρένου που τους μετέφερε στο στρατόπεδο του Αουσβιτς-Μπίρκεναου αντίκρισαν για τελευταία φορά την πόλη που αποκαλούσαν Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, μια ανοιξιάτικη μέρα του 1943. Λίγο μετά την άφιξή τους οδηγήθηκαν στα κρεματόρια μαζί με χιλιάδες ακόμα ομοθρήσκους τους. «Η ζωή τους», συνέχισε ο δήμαρχος, «και μαζί η ζωή της εβραϊκής Θεσσαλονίκης, της Θεσσαλονίκης μας, έγιναν στάχτη που σκορπίστηκε στις αφιλόξενες πεδιάδες της Πολωνίας».

Πώς να ένιωθε λοιπόν η Μπουένα και όσοι ελάχιστοι από τους τουλάχιστον 45.000 επέστρεψαν στη γενέθλια πόλη; Κάποιοι ομόθρησκοί τους, αντιμετώπισαν τους επιζώντες των στρατοπέδων ως προδότες, συνεργάτες των Ναζί. Οι χριστιανοί, σύμφωνα με μια αναφορά αμερικανού δημοσιογράφου, είδαν σε αυτούς «ανεκμετάλλευτα κομμάτια σαπουνιού». Ειδικά η Μπουένα (η ιστορία της οποίας έχει αποτυπωθεί σε βιβλία όπως «Η διάσωση» των εκδόσεων Καπόν και «An Ode to Salonika: The Ladino Verses of Bouena Sarfatty» του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα), θα ανακάλυπτε άμα τη επιστροφή της ότι εκείνο το χάρτινο χωνάκι που μια Κυριακή τής είχε προσφέρει ένας αρμένης πωλητής ξηρών καρπών ήταν στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της. «Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της πόλης μας», είπε ο Μπουτάρης ενώπιον εκπροσώπων κομμάτων, δημοτικών και πρυτανικών Αρχών, της Αστυνομίας, του Στρατού ή της Εκκλησίας. «Ενα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. (…) Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από τους Γερμανούς και έλληνες χριστιανούς υπαλλήλους του δήμου Εβραϊκό Νεκροταφείο της πόλης, υλικό “άνευ αξίας” κατά τον επιβλέποντα την αναστήλωση αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Ισραηλιτικής Κοινότητας… Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Εκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευε όταν άλλοι πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων».

Αν από τα παραπάνω δίνεται ταυτόχρονα η εντύπωση τόσο ότι τέτοιες δημόσιες παραδοχές σπάνιζαν όσο και ότι η Θεσσαλονίκη μοιάζει να αλλάζει, ίσως είναι αφενός γιατί χρειάστηκαν χρόνια μέχρι να ανεγερθεί ένα μνημείο για τα θύματα (πρώτα σε ένα δυσδιάκριτο σημείο κι έπειτα στην κεντρική Πλατεία Ελευθερίας) και να καθιερωθεί μια Ημέρα Μνήμης. Και αφετέρου επειδή ο δήμος «έχει ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους της ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει»: επιθυμία του είναι η επικείμενη ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας και το υπό ανέγερση Μουσείο του Ολοκαυτώματος να αποτελέσουν «την αφετηρία και την απόληξη της μεγάλης, πολυπολιτισμικής, χριστιανικής, μουσουλμανικής και εβραϊκής διαδρομής της Θεσσαλονίκης».

Ο ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ. Στόχος είναι η Πλατεία Ελευθερίας, εκεί όπου το 1908 πανηγυρίστηκε η ανακήρυξη του οθωμανικού Συντάγματος, το σημείο από όπου το 1922-23 αναχωρούσαν οι μουσουλμάνοι, παλιοί θεσσαλονικείς πρόσφυγες και ξεμπάρκαραν οι νέοι, μικρασιάτες και πόντιοι, αλλά και ένας τόπος μαρτυρίου όπου 9.000 Εβραίοι διαπομπεύτηκαν την 9η Ιουλίου 1943 να αποτελέσει ένα σημείο «όπου οι δύσκολες, τραυματικές μνήμες όλων των κατοίκων αυτής της πόλης, δεν θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά θα συνυπάρχουν αρμονικά». Μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, το πολυαναμενόμενο Μουσείο θα αφηγηθεί «την άγνωστη ιστορία του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Μεσογείου και των Βαλκανίων, των σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης και της Κέρκυρας, των Χανίων και της Πάτρας, αλλά και του Βελιγραδίου, των Σκοπίων, του Μοναστηρίου, και του Σαράγεβο, της Τεργέστης και του Λιβόρνο».

Προς τι όμως αυτή η όψιμη έμφαση στη μνήμη των θεσσαλονικιών Εβραίων, όπως τη χαρακτήρισε ο δήμαρχος; «Η βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος μόλις την προηγούμενη Κυριακή και ο εμπρησμός της ιστορικής κατοικίας μιας Εβραίας και μουσουλμάνας θεσσαλονικιάς θα αρκούσαν θαρρώ ως απάντηση», κατέληξε ο ομιλητής. «Αλλά, προσωπικά, προτιμώ να απαντήσω παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι. “Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί”, του απάντησε ο γερμανός φρουρός μόλις ο Λέβι έφθασε στο Αουσβιτς. “Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί” θα μπορούσα να απαντήσω και εγώ σε όσους παραξενεύονται με την επιμονή μου. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης, το Ολοκαύτωμα των δικών μας Εβραίων, δοκιμάζει τα όρια της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να αναμετρηθούμε μαζί του είναι να αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς, Ελληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή, μια αλήθεια που περιμένει πάντα την αποκρυπτογράφησή της».