Το «Αληθινό Θράσος» αποτελεί ριμέικ μιας μεγάλης επιτυχίας του Γουέιν, με τον ίδιο τίτλο, παραγωγής 1969 –όπου ο Τζον Γουέιν κέρδισε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου ενσαρκώνοντας τον… Τζον Γουέιν. Ενα παραδοσιακό, «δεξιό» western, στιβαρό και αγέρωχο σαν την όμορφα παλαιωμένη θήκη ενός revolver. Μη φανταστείτε ότι οι Κόεν τού αλλάζουν τα φώτα με καφρίλα χουλιγκάνου.
Το «True Grit» των Κόεν διαφέρει από τον προκάτοχό του σε ένα κομβικό σημείο: στο πώς δηλαδή απαξιώνει, πλαγίως, ό,τι φάνταζε ένδοξο και «αρχιδάτο» στον κόσμο του Γουέστ, όπως τον μάθαμε (και) μέσα από τα western του, δίχως όμως και να το χλευάζει. Και αυτή είναι μια ισορροπία λεπτή, εξόχως σχεδιασμένη και ιδιοφυώς εκτελεσμένη από τους δαιμόνιους Αμερικανοεβραίους που εδώ παίζουν στα δάχτυλα τις συμβάσεις του είδους τις οποίες και φιλτράρουν μέσα από το προσωπικό τους κυνικό πρίσμα. Δρουν δηλαδή με την ακρίβεια ενός ακαδημαϊκού και την αποτελεσματικότητα ενός «μάστορα», εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς πως αυτή εδώ είναι ουσιαστικά η πρώτη τους αυστηρώς προσδιορισμένη ταινία (μπορείς δηλαδή απλώς να την κατατάξεις στο genre του «western», κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο με τις υπόλοιπες ταινίες τους –αν θέλετε, κάντε μια προσπάθεια).
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΒΛΑΚΕΙΑ. Ολα ξεκινούν από τη Μάτι Ρος, που φτάνει στο Αρκανσο με σκοπό να βρει τον δειλό Τομ Τσέινι που λέγεται πως σκότωσε τον πατέρα της. Ζητά τη βοήθεια του μονόφθαλμου, ομοσπονδιακού αστυνομικού Κόγκμπερν –του παίρνει λίγη ώρα να την πάρει στα σοβαρά, αλλά εν τέλει δέχεται να τη βοηθήσει, και να τον καταδιώξει. Τον Τσέινι όμως καταδιώκει και ένας άλλος αστυνομικός, ο Λα Μπιφ, που θέλει κι αυτός από την πλευρά του να τον συλλάβει και να τον παραδώσει στις Αρχές του Τέξας, ώστε να τσιμπήσει την αμοιβή της επικήρυξής του. Οπως σε κάθε ταινία των Κόεν, έτσι κι εδώ, η ανθρώπινη βλακεία είναι πρωταγωνιστής –σιωπηλός πρωταγωνιστής αυτή τη φορά. Και το βαρόμετρο (ή, αν προτιμάτε, το βλακόμετρο) είναι η πανέξυπνη μικρή Μάτι, ο δορυφόρος γύρω από τον οποίο περιστρέφονται (και κρίνονται) όλοι οι χαρακτήρες του φιλμ (όχι τυχαία, η ταινία ξεκινά και «κλείνει» με ένα δικό της voice-over, όπως και στο πρωτότυπο βιβλίο –στοιχείο απόν από την ταινία του 1969).
Καθόλου παράξενη λοιπόν η τότε υποψηφιότητα της Χέιλι Στάινφελντ: η ερμηνεία της έχει τσαγανό αλλά και «περιεχόμενο», ένα κινηματογραφικό performance καθηλωτικό και άκρως λειτουργικό. Δίπλα της, ο Τζεφ Μπρίτζες ακροβατεί ανάμεσα στην αυτοπαρωδία και τη μοχθηρότητα –όταν βγαίνουν τα «σιδερικά», το βλέμμα του μόνο απειλή αποπνέει. Ολα αυτά, τοποθετημένα σε έναν παράδοξο καμβά: η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς, μόνιμου συνεργάτη των Κόεν, American gothic απόσταγμα, παραπέμπει, ενίοτε, στη «Νύχτα του κυνηγού». Στο αριστούργημα του Τσαρλς Λότον βέβαια η απόσταση που χώριζε το Καλό από το Κακό ήταν, αν μη τι άλλο, ευδιάκριτη. Εδώ όχι και τόσο. Η Μάτι θα πιέσει τη σκανδάλη. Και η «κλωτσιά» του δίκαννου θα τη βυθίσει σε μια σκοτεινή χαράδρα, τοπίο κατευθείαν παρμένο από εφιάλτη παιδικό. Στο πρώτο φιλμ, ναι, η εκδίκηση ήταν πράξη ανδρείας. Τίποτα όμως πιο σαφές από την αλήθεια. Και εδώ, σ’ αυτή την πραγματικά υπέροχη ταινία, οι Κόεν μάς θυμίζουν πως ο άνθρωπος εκδικείται για τη μετριότητά του, για την ατυχία του και για την τύχη των άλλων. Και κάπως έτσι, που λέτε, κερδήθηκε εν τέλει η Δύση. Με ό,τι σημαίνει γι’ αυτήν. Και για όλους εμάς…
Σκηνοθεσία και σενάριο Τζόελ και Ιθαν Κόεν
Μουσική: Κάρτερ Μπάργουελ
Φωτογραφία: Ρότζερ Ντίκινς
Με τους: Τζεφ Μπρίτζες, Χέιλι Στάινφελντ, Ματ Ντέιμον, Τζος Μπρόλιν, Μπάρι Πέπερ