Αν και τα δεκατέσσερα τουλάχιστον διηγήματα, σε σχέση με τα είκοσι πέντε που περιλαμβάνει το βιβλίο του Βασίλη Τσιαμπούση «Πούρα γεμιστά», έχουν ως αφετηρία τους την πόλη της Δράμας, δεν σημαίνει πως όσα διεκτραγωδούνται μέσα τους δεν θα μπορούσε να έχουν συμβεί οπουδήποτε στον κόσμο ή έστω στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο για τη σαφέστατη μνεία, αν και όχι στον ίδιο βαθμό εντατική με εκείνη της Δράμας, της Θάσου, της Θεσσαλονίκης, της Κυπαρισσίας, του Αγίου Ορους, των Ιωαννίνων ή ενός νησιού και μιας πόλης με λίμνη που δεν κατονομάζονται. Είναι κυρίως γιατί μια πολιτική συγκυρία, όποιο όνομα κι αν φέρει, είτε του Γεωργίου Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή είτε του ΚΚΕ, του βασιλέως Παύλου και της επτάχρονης δικτατορίας, όσο και αν υφίσταται ως ένας υπαινικτικός περίγυρος σε ανθρώπινες ζωές που φαίνεται να υπάρχουν και να δρουν αυτόνομα –σε σχέση κυρίως με τη δεκαετία του ’60 -, είναι τόσο καταλυτική ώστε να μη χρεώνεις στον περίγυρο αυτόν μόνο τις συμπεριφορές του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και του απόστρατου αξιωματικού –ένθερμου υποστηρικτή της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως –στο διήγημα «Τα λουκούμια». Αλλά να τον λογαριάζεις εξίσου υπεύθυνο για τον Γιώργη ή «Σκούνα» –άλλοτε λούστρο κι άλλοτε βαστάζο –που σκάρωνε στιχάκια και τα απήγγελλε στα πατσατζίδικα της παραλίας του νησιού –με αμοιβή ένα κονιάκ, μια μπίρα ή ένα ούζο.
Θα ήταν τεράστιο λάθος να σκεφτεί κανείς ότι η έντονη παρουσία της Δράμας στα δεκατέσσερα, σε σχέση με τα είκοσι πέντε, διηγήματα του βιβλίου καθώς και η ύπαρξη πρωτοπρόσωπου αφηγητή στα είκοσί του (για την ακρίβεια, στα δεκαοκτώ, αφού στα «Ντεπόν αναβράζον» και «Πέντε πόντους περισσότερο» ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι γυναίκα) κάνουν τα «Πούρα γεμιστά» ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Αν και ο Βασίλης Τσιαμπούσης έχει γεννηθεί στη Δράμα το 1953 και με μια μικρή μετακίνηση στους χρόνους άριστα μπορείς να θεωρήσεις ως ήρωα του αριστουργηματικού «Μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα» τον ίδιο τον συγγραφέα, δύο εξίσου εξαιρετικά διηγήματα, το «Πούρα γεμιστά» και το «Πέναλτι», πείθουν ότι το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι ένα τέχνασμα του Τσιαμπούση ώστε η αληθοφάνεια να πολλαπλασιάζει την ισχύ της αφηγηματικής επινόησης. Μια προϋπόθεση της διηγηματογραφίας του που με το καινούργιο του βιβλίο τη θέτει με το πρώτο κιόλας διήγημα, «Το ειδικό βάρος του χρυσού». Καθώς ένα περιστατικό που συνέβη πριν από 54 χρόνια και που αν δεν είχε καταγραφεί δεν θα υποψιαζόταν ποτέ κανείς την ύπαρξή του, ένα παιδί με πυρετό σε ένα καΐκι που πηγαίνει στην Καβάλα, η μάνα του που μετράει τα λεφτά στο πορτοφόλι της κι ένας πανύψηλος άνδρας που σκύβει στην κουπαστή και βυθίζει τα δάχτυλά του στο νερό, «τεκμηριώνουν» στον ίδιο ακριβώς βαθμό την πραγματικότητα όσο και η Νέα Πέραμος και οι θαλασσινές σπηλιές της Νέας Ηρακλείτσας.
Ενώ ταυτόχρονα μετέχουν της ιστορίας ώστε τα δραματικά περιστατικά με τους Βούλγαρους και τους Εβραίους το 1943, χωρίς να εξισώνονται με όσα διαφυλάσσει η ιδιωτική μνήμη, να συγκροτούν ένα δίχτυ που φιλτράρει με την ίδια ακρίβεια και την ίδια πειθώ όσα, αν και με σαφώς πολύ πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, προορίζονται επίσης να χαθούν. Αλλωστε και ο ίδιος ο Τσιαμπούσης, σαν για να καταγγείλει ή για να διασκεδάσει το αυτοβιογραφικό στοιχείο, που εύκολα θα του χρέωνε κανείς ως χαρακτηριστικό του, επιλέγει την πιο καίρια οδό της υπονόμευσής του. Οταν ανοίγει τόσο πολύ τη γεωγραφική και ιστορική συνθήκη των διηγημάτων του ώστε, αν και η Δράμα συνεχίζει να πρωταγωνιστεί τόσο στα «Πούρα γεμιστά» –ρητά –όσο και στο «Πέναλτι» –άρρητα -, στην ουσία δεν παύει να λειτουργεί ως ένα απλό σημείο αναφοράς κινήσεων που δικαιολογημένα θα τις χαρακτήριζε κανείς ως καθοριστικής σημασίας για ολόκληρο τον κόσμο.
Κυρίως όταν ο μουσουλμάνος Χασάν Οναράν που γεννήθηκε στη Δράμα το 1904 και ενώ είχε δουλέψει στο καπνομάγαζο του εξ αγχιστείας θείου του Χατζή Σεκίραγα και είχε παντρευτεί μια χριστιανή, τη Μαρία Μήτσιου, βρέθηκε στο Λονδίνο μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης να προμηθεύει με πούρα τον Ουίνστον Τσόρτσιλ αρχικά ως υπάλληλος στο εργαστήριο παρασκευής πούρων του Τομ Ντιλάνι και στη συνέχεια ως κληρονόμος του ιδιοκτήτη τού εργαστηρίου. Με μια τόσο ακριβή εσωτερικά διασύνδεση εποχών, τόπων, προσώπων και περιστατικών ώστε όσο αδυνατείς να αμφισβητήσεις λογοτεχνικά, μέσα σ’ έναν ορίζοντα πενήντα χρόνων, τη σχέση του Τσόρτσιλ με τον Οναράν, άλλο τόσο μπορείς να αμφισβητήσεις ιστορικά μια υποψία που φαίνεται να γεννάει η εμπύρετη αφηγηματική δεινότητα του Τσιαμπούση. Δεν ήταν τελικά η αγάπη του για μας τους Ελληνες που έκανε τον Τσόρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944, όταν συναντήθηκαν με τον Στάλιν για να μοιράσουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, να κρατήσει την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη στον κορμό της Ελλάδας. Ταυτόχρονα με την έγνοια του να μην αποκτήσει η κομμουνιστική Βουλγαρία και μαζί η Σοβιετική Ενωση διέξοδο στο Αιγαίο, ενδέχεται να επηρεάστηκε από τη γυναίκα του Οναράν, την Ελληνίδα Μαρία Μήτσιου, που σε επίσκεψή του στο εργαστήριο πούρων του συζύγου της την άκουσε ο Τσόρτσιλ να του λέει: «Εξοχότατε, σας παρακαλούμε, μην αφήσετε τους Βούλγαρους να κρατήσουν την ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη».
Εργάτες, μικροαστοί, κατά Χριστόν σαλοί, αλλοδαποί ή λαμόγια, με τον κουβά του Βασίλη Τσιαμπούση να τους ανασύρει ως πραγματικό χρυσάφι, ενώ ως κοινός παρονομαστής τους μπορεί να λογαριαστεί μια ταυτόσημη με την ανθρώπινη φύση ανορθοδοξία. Οσο διαμετρικά αντίθετοι και αν είναι ανάμεσά τους οι άνθρωποι που την εικονογραφούν, ώστε η πλησιέστερη συγγενικά με την Οσία Μαρία της Αιγύπτου (τίτλος διηγήματος) να λογαριάζεται η λαϊκή τραγουδίστρια Βέρα Λοβ που «τα τραγούδια της ήταν φτιαγμένα πάνω σε τρεις όλες κι όλες συγχορδίες και είχανε εύπεπτο ρεφρέν». Αλλά η παρουσία της στο κέντρο Καμινάκια της Δράμας, στις 30 Ιουνίου του 1960, να αναδεικνύεται τόσο καταλυτική για την πόλη όσο κι ένας πατέρας με την προβληματική του κόρη ώρα έξι παρά τέταρτο το πρωί στον σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας πολλά χρόνια αργότερα.
Βασίλης Τσιαμπούσης
Πούρα γεμιστά
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
σελ. 188
Τιμή: 12 ευρώ