Το κορμί ως ρητορική απόκλιση. Τα έμβολα της γραφής: οι εξάρσεις των μελών, τα συνθήματα των αισθήσεων, τα ομιλήματα των οργάνων του σώματος. «Kατά βάθος, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του». Το σεφερικό αυτό πρόταγμα στοιχειώνει τον στοχαστικό βίο και την άκρως συγκινησιακή πολιτεία του πρωταγωνιστή του δράματος. Η δράση του φιλολόγου Μαρτιανού Σταύρου, ή επί το απλούστερον Μάρτη, όπως με συνειδητά συνοπτικό τρόπο και αυστηρή λεκτική τάξη αποτυπώνεται στο παρόν έργο του Αχιλλέα Κυριακίδη, πολυβραβευμένου ειδήμονα της πυκνής, αλλά πολλαχώς φορτισμένης έκφρασης, συνιστά ένα περιεκτικό σχόλιο στην κρίσιμη συμπεριφορά του καθολικού ανθρώπου. Τότε δηλαδή που επιζητεί κάθε φορά, με ιδιάζουσα αφοσίωση εις εαυτόν, να εμπεδώσει την απόλυτη ολοκλήρωσή του, μετουσιώνοντας συστηματικά στην καθημερινή πράξη το Ιδεώδες.

Η δε πεισματική αναζήτηση μιας θαμμένης μέσα στην άμμο της Ιστορίας παράδοξης γλώσσας των Βαλκανίων, η οποία υφίσταται σημειολογικά μόνο σε ό,τι αρμόζει για την κωδικοποιημένη ταξινόμηση των αμιγώς σωματικών εκφάνσεων, τείνει να οδηγήσει τον Μάρτη στην απόλυτη θέαση του όντως όντος. Μέσα σε σαράντα τέσσερις μόλις, αραιά γραμμένες, σελίδες, μικρού μάλιστα σχήματος, εμπεριέχεται η τραγωδία του υπάρχειν κατά τρόπο αυτόνομο, ελεύθερο και –κυρίως –άφοβο.

Αποκλίνων ερωτισμός
Ετσι, τηρείται άλλη μια φορά αυστηρά από τον συγγραφέα εκείνη ακριβώς η κειμενική στρατηγική, όπως την εφάρμοσε κατεξοχήν ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, αλλά και ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα, ιδίως στη συλλογή των ταχυδιηγημάτων του, η οποία φέρει τον τίτλο Ιστορίες της παλάμης, που ευτύχησε ήδη στα ελληνικά το 1997, ομοίως από τις εκδόσεις Πατάκη, σε αριστοτεχνική μετάφραση από το ιαπωνικό πρωτότυπο του Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Κοντολογίς, το Σώμα εγγράφεται ως ύμνος αποθέωσης του εγώ. Από πρωτοπαθής εστία οδύνης αναβαθμίζεται σε κυρίαρχη μονάδα, ικανή να συλλάβει το απώτερο νόημα του κόσμου. Αλλωστε συνηγορεί θερμά εν προκειμένω και η όλη ελυτική πολιτική. Ητοι: «ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο». Ο δε διάχυτος, αποκλίνων ερωτισμός του Μάρτη, οι αποκλίνουσες γλωσσολογικές έρευνές του, η εξόφθαλμη αλλεργία του για την απαράδεκτη, ομολογουμένως εκφυλιστική κατάχρηση όρων της καθομιλούμενης γλώσσας, οι συγκεκριμένες υφολογικές και θεματικές εμμονές του δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υπονομεύουν αποφασιστικά τη δήθεν ορθή Δόξα.
Τετρασέλιδη βιβλιογραφία
Συγκρατώ ότι η νουβέλα αυτή ανακαλεί συνειδητά, σε κάθε σχεδόν σελίδα της, συγκεκριμένες φράσεις, χαρακτηριστικά χωρία ή και εμφατικούς δείκτες ενός απώτερου, κομψού κειμένου. Εξού και η δεσμευτική, τετραπλή προμετωπίδα, όπως επίσης και οι συστηματικές, άφθονες άμεσες ή έμμεσες παραπομπές. Επισημαίνω ότι καταγράφονται όλες τους με εξαιρετική πράγματι επιμέλεια στην τετρασέλιδη βιβλιογραφία παραθεμάτων, η οποία συνιστά αφ’ εαυτής, περιττό να το τονίσω, πρότυπο διηγητικής εντιμότητας. Από παράγραφο σε παράγραφο προκύπτει κατά συνέπεια ένα καλώς συγκερασμένο, ασπαίρον ψηφιδωτό νοημάτων. Ενα πλήθος εκφάνσεων δεν παύει εν τω μεταξύ να συνδιαλέγεται σταθερά μ’ έναν ευδιάκριτο, στοργικό Πατέρα. Δηλαδή μ’ ένα προϋπάρχον σώμα γραφής.

Το διάβημα αυτό ανατρέχει στη μέθοδο απόδοσης του σαιξπηρικού βλέμματος. Θυμίζω από την πρώτη πράξη, σκηνή δεύτερη, του Ιουλίου Καίσαρα: «No, Cassius; for the eye sees not itself, / But by reflection, by some other things». Δηλαδή: «Γιατί τα μάτια δεν δύνανται, Κάσσιε, να δούνε τον εαυτό τους, παρά μόνο όταν κάπου αλλού καθρεφτιστούν». Οι λέξεις, για να διατυπώσω διαφορετικά αυτές ακριβώς τις θέσεις, δεν επιδιώκουν να υποδυθούν εδώ τα φαντάσματα τινών ιδεών. Δεν υπηρετούν απλώς τις ικανές και αναγκαίες επικοινωνιακές ανάγκες του είδους, ούτε σπεύδουν να καλύψουν την έλλειψη κάποιων άφατων ουσιών, αλλά λειτουργούν ως σταθερές αντηχήσεις, ως αναμενόμενα σκιρτήματα, ως εμφανείς ανταποκρίσεις. Εν ολίγοις, αναφέρονται ευθέως σε ινδάλματα ύφους. Η λέξη προτίθεται να καταργήσει το σύνορο μεταξύ εγώ και άλλου, να ακυρώσει τη διαφορά ατομικού και ετέρου, να απορρίψει εν τέλει την ιδιοκτησία του φωνήματος. Το ομοιογενές λεκτικό σύνθεμα, το οποίο προκύπτει κατά τρόπο ηδύ, ήτοι μουσικό, παράγει τη ζητούμενη αφηγηματική αλήθεια. Στον βαθμό μάλιστα που «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», όπως διδάσκει ο Γιώργος Σεφέρης, τότε το Σώμα καταδηλώνει οριακές συγκλίσεις και συναρπαστικές συγκληρώσεις Ηθους.

Διάχυτο πρόσωπο
Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η προκείμενη αλληλεπίδραση, η αγαστή συνύπαρξη και η εμπράγματη συναντίληψη των διαδοχικών εμβόλιμων προτάσεων μέσα στον κύριο πεζογραφικό κορμό, συνάδει ταυτοχρόνως με την όλη προοπτική, όπως εκτίθεται, φέρ’ ειπείν, σ’ ένα ορισμένο σημείο στον Ακατονόμαστο του Σάμουελ Μπέκετ. Το πρόσωπο είναι διάχυτο, καθιστάμενο Γενικό. Εννοώ δηλαδή τα εξής: «Προς τα πού θα πήγαινα, αν βέβαια μπορούσα να πάω, τι θα ήμουνα, αν θα ήμουν σε θέση να είμαι, τι θα έλεγα, αν είχα φωνή, ποιος φθέγγεται έτσι, λέγοντας εγώ;». Αυτός που φθέγγεται εν τέλει στο Σώμα είναι ο παλλόμενος ιστός της ρηματικής αλήθειας. H δε ορμή του λεκτικού συντάγματος έρχεται αντιμέτωπη με την ορμή της μετάστασης του Κακού στις ίνες, στα κύτταρα, στο είναι του Μαρτιανού Σταύρου ή Μάρτη.
Συντριβή του κάλλους
«Δεν έχω τι άλλο να σας πω –κάντε ό,τι θέλετε»
Απομονώνω τα εξής: «Το σώμα, αγαπητέ μου. Πόσο αδικήθηκε από τις ιδέες! Οι φωτογραφίες των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έδωσαν στη δημοσιότητα Αμερικανοί και Σοβιετικοί, θα ‘χετε δει, δείχνουν ποιο ήταν το πιο μιαρό έγκλημα αυτής της ασύλληπτης, παρανοϊκής τελικής λύσης, πιο ανόσιο ακόμα κι απ’ τον θάνατο: η βεβήλωση του σώματος, η συντριβή του κάλλους, η απόλυτη ταπείνωσή του. Κι εσείς κάνατε όλο αυτό το ταξίδι και περιμένετε να σας μιλήσω για τη γλώσσα του. Δεν έχω τι άλλο να σας πω –κάντε ό,τι θέλετε. Πέντ’ – έξι λέξεις έχουν μείνει όλες κι όλες που τριγυρίζουν σαν την άδικη κατάρα, σαν άστρα που φέγγουν ακόμα τον παλιό τους θάνατο. Γράψτε την όλη απ’ την αρχή αυτή τη γλώσσα, όπως τη θέλετε, όπως νομίσατε ότι ήταν και την αγαπήσατε, δε θα σας αντικρούσω ό,τι κι αν πείτε, δε θα σας διαψεύσω. Ο δρόμος σας είναι ανοικτός: ορμήστε! Ή, όπως θα ‘λεγε ο Ρεμπό, réinventez!». Αλλά και το πιθανολογούμενο βιολογικό τέλος του Μάρτη δεν αίρει τη σημασία της προαναφερόμενης αξιακής του προαίρεσης. Αλλωστε, όπως φρονεί ο βορειοαμερικανός, ευρύτιμος ποιητής Κάλογουεϊ Κινέλ (1927-2014), «ο χρόνος των δεινών δεν είναι κατ’ ανάγκην χρόνος των καταστροφών».

Αχιλλέας Κυριακίδης

Σώμα

Εκδ. Πατάκη, 2017,

σελ. 64

Τιμή:

5,50 ευρώ