…το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι πλέον δεν υπάρχει
κορυφή του παγόβουνου
αφού οι πάγοι λιώνουν οριστικά και αμετάκλητα
Ντίνος Σιώτης, «Ωροσκόπια νεκρών»
Αναρωτιέμαι πώς και πού κατατάσσεται άραγε το μυθιστόρημα της Μαρίας Καραγιάννη; Είναι μόνον αστυνομικό; μόνον πολιτικό; μόνον ιστορικό; μόνον ερωτικό; Εχω καταλήξει ότι είναι όλα τα παραπάνω σε μία γραφή παλίμψηστου ή ίσως σε μια μορφή μπάμπουσκας, όπου η τρομοκρατία, ο πλούτος, οι σκοτεινές οργανώσεις, οι διωκτικές Αρχές εμπλέκονται και διαπλέκονται (και βέβαια κρύβονται) μέσα σ’ ένα κουβάρι ενοχών και συμφερόντων.
Η ζωή μας έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά kriminalroman κι έτσι το έγκλημα και ο εγκληματίας συγκινούν τις μάζες γιατί οι ήρωες (δράστες και θύματα) «ξεπερνάνε τα τεθειμένα όρια» και κινούνται με δικούς τους (συνήθως ακραίους) κώδικες ηθικής (;).
Από το Ψυχώ του Χίτσκοκ στο Κουρδιστό πορτοκάλι του Κιούμπρικ και στη Σιωπή των αμνών του Τζόναθαμ Ντεμ, το σκότος/μυστήριο επηρεάζει κοινό και ερευνητές. Για πολλούς πρόκειται περί σατανικής εγκληματικής συνωμοσίας, ή κατά την Μαρία Καραγιάννη «για ένα παραμύθι βγαλμένο από το σκοτάδι» (σελ. 30) ή «για ένα πεπρωμένο προδιαγραμμένο από τη μοίρα» (σελ. 31).
Προσοχή όμως. Σε συνθήκες ημίφωτος η εγκληματολογική νυκταλωπία συγχέει πρόσωπα, προσωπεία, καταστάσεις και διλήμματα. Δεν είναι όλοι οι εγκληματίες «καταραμένοι» ούτε «τέρατα». Παραμένουν αρνητικοί ήρωες, συχνά χαμένοι παιχνιδιών της μοίρας ή λαθεμένων επιλογών. [«Και τι γίνεται με την ελεύθερη επιλογή; Ο ανθρώπινος παράγοντας πού βρίσκεται; Παραμένει αδρανής αναμένοντας μιά τυχαία συνάντηση με το ριζικό του;» (σελ.31)].
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα
Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος της Μαρίας Καραγιάννη. Είναι ταυτόχρονα προβλέψιμοι και απρόβλεπτοι, απλοϊκοί και περίπλοκοι, ηθικολογούντες και κυνικοί. Η πραγματικότητα άλλοτε ταιριάζει με τη μυθοπλασία κι άλλοτε υποτάσσεται στην ισχύ του Κακού. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και τα μέσα αυτοδικαιώνονται (ακόμα κι αν είναι βρώμικα). Πολλοί από τους ήρωες του μυθιστορήματος δεν έχουν τίποτα να κρύψουν αλλά πολλά/πολλούς να προστατέψουν. Ορισμένοι αυτοκατηγορούνται γιατί νιώθουν ένοχοι για εγκλήματα που τελικά δεν τέλεσαν. Γι’ αυτό προκειμένου να κατανοήσουμε το «πώς έγιναν» (πώς κατέληξαν) τα πράγματα πρέπει προηγουμένως να γνωρίσουμε «πώς είχαν». [«Συνήθως ζουν στο παρελθόν ή στο μέλλον και σπάνια τους συναντάς στο παρόν» (σελ.52)].
Η σύγκρουση δαιμονικών και αγγελικών στοιχείων είναι έντονη στην πλοκή του μυθιστορήματος. Ζωές προκαθορισμένες, αιχμαλωτισμένες σ’ ένα «καταγωγικό σχέδιο», συναρμολογούνται κι αποσυναρμολογούνται μέσα από δοκιμασίες που συχνά διαψεύδουν τ’ αληθοφανή νοήματα και τα προφανή κίνητρα. [«Οι άνθρωποι κάνουν κακό για δύο λόγους: είτε από φόβο,είτε από μίσος. Οταν συντρέχουν και οι δύο, τότε η καταστροφή δεν μπορεί παρά να είναι ολοκληρωτική» (σελ.191)].
Επτά απαντήσεις
Η συγγραφέας επιχειρεί ν’ απαντήσει στα επτά κρίσιμα ερωτήματα: ποιος-τι-πού-πώς-πότε-γιατί-με ποια μέσα; Μολονότι η συγγραφέας δεν χρειάζεται «να εξηγήσει την εξήγηση, αρκεί να εξηγήσει το μυστήριο», η Μαρία Καραγιάννη προχωράει ένα βήμα παραπάνω επιχειρώντας, με επιτυχία, να διαμορφώσει «αντιθετικά ζεύγη» στην πάλη του Καλού με το Κακό, διαδικασία που μετατρέπει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σε μία κοινωνικο-ηθική προσέγγιση όλων των εμπλεκόμενων σ’ ένα έγκλημα (κρυφών και φανερών παραγόντων).
Το ενδιαφέρον και η απήχηση της αστυνομικής λογοτεχνίας (που διαψεύδουν τις εύκολες ετικέτες της «παραλογοτεχνίας») διευρύνονται λόγω της κρίσης, ίσως και λόγω της ύβρεως/κάθαρσης (που δεν τολμούν οι πολιτικοί) ή και λόγω της αναζήτησης μιας άλλης εποχής αθωότητας, όπου οι θεσμοί (αστυνομία, δικαιοσύνη κ.λπ.) δεν θα διαφθείρονται. Οι έννοιες της ενοχής – ευθύνης επανέρχονται, η μεγαλούπολη εξακολουθεί να φοβίζει όμως το αστυνομικό μυθιστόρημα διατρέχει δύο νέους κινδύνους. Από τη μία να μετατραπεί σε μία υπερεπιστημονική (ή και παραεπιστημονική) αφήγηση πολύπλοκων γρίφων κι από την άλλη να εξελιχθεί σε μία υπερπολιτικοποιημένη «μηρυκαστική» αφήγηση πρόσφατων πραγματικών πολιτικών γεγονότων. Είμαι βέβαιος ότι αν γίνει, το αστυνομικό, ουρά κομματικών/ιδεολογικών προταγμάτων θα χάσει την ψυχή του. Σε κάθε περίπτωση, στην αστυνομική λογοτεχνία, όλα τα μορφικά είδη γεννώνται από την ίδια μήτρα: αυτή της ταραγμένης προσωπικής ισορροπίας και των διαταραγμένων διαπροσωπικών σχέσεων. Ψυχο-κριτική παθογραφία, που άλλοτε στοχεύει στην απελεύθερωση (από τα δεσμά της εξωπραγματικότητας) κι άλλοτε στην απολύτρωση(από τις τύψεις/σκιές της εσωτερικής πραγματικότητας). Η αφηγηματική ψυχολογοτεχνία, όπου ο συγγραφέας είναι τα πάντα (παρατηρητής, αποκρυπτογράφος κ.λπ.), καταλήγει συχνά σε μία αυτο-ψυχοκριτική ή σε μία αμοιβαία «συνενοχή» συγγραφέα και αναγνώστη, τόσο για το ποιος πράγματι φταίει όσο και για το ποιος πρέπει «να τιμωρηθεί».
Σκοτώνοντας τη μυθοπλασία
Πρέπει συνεπώς η αστυνομική λογοτεχνία ν’ αποκτήσει μία σχετική αυτονομία από το συγκυριακό πολιτικό γίγνεσθαι και να μην εργαλειοποιηθεί ως μέσον προπαγάνδας. Πρέπει, ως ζώσα λογοτεχνία, να προβάλει άβολες αλήθειες και κρυμμένες πραγματικότητες, να είναι στοχαστική και κριτική και όχι ευχάριστη στην (όποια) εξουσία. Επίσης το αστυνομικό δεν πρέπει να βρίθει επιστημονικών (συνήθως ακατανόητων στους πολλούς) θεωρημάτων.
Τέλος, κανένας δεν πρέπει να αισθάνεται «πλανημένος» στο νουάρ. Ούτε ο συγγραφέας ούτε ο αναγνώστης. Κοινοτοπίες με «περίεργους» ντετέκτιβ που μετουσιώνονται ή σε κοινωνικούς διαμαρτυρόμενους ή σε «νομπελίστες» ερευνητές σκοτώνουν τη μυθοπλασία.
Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας
Πρόκληση
Ο Ντίκενς, ο Ράμπο και το CSI
Ανοικτά τα ερωτήματα: πόση απόσταση μπορεί να πάρει ο συγγραφέας από το έργο του; πόσο φέρνει «μέσα» τα «έξω» ή βγάζει τα «μέσα» προς τα «έξω»; ποια είναι η ευθύνη του συγγραφέα για την ενδεχόμενη παρα-ανάγνωση; Το γιατί γράφει κάποιος αστυνομικά και για το ποιον γράφει πολλές φορές στέκουν μετέωρα αναζητώντας απαντήσεις από τους ιστορικούς και τους διανοούμενους. Το πότε όμως έχει τη δική του κρίσιμη σημασία.
Ηθικό συμπέρασμα: Η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία, όσο βαθύτερα εισχωρεί στην ψυχή των τραγικών ηρώων τόσο θα δικαιώνει τον Ντοστογέφσκι, τον Ντίκενς και τον Καμί και δεν θα γοητεύεται από τον Ράμπο ή το CSI. Σε αυτή την πρόκληση καλούνται ν’απαντήσουν με το έργο τους οι έλληνες αστυνομικοί συγγραφείς, νέοι και παλαιότεροι.
Μαρία Καραγιάννη
Το σπίτιτων γλάρων
Εκδ. Κλειδάριθμος,
2017, σελ. 394
Τιμή: 16,60 ευρώ