Ο τόνος του ήταν, με μια πρώτη ανάγνωση, πιο συμφιλιωτικός από ό,τι συνήθως. «Απευθύνω απόψε έκκληση σε όλους να βάλουμε στην άκρη τις διαφορές μας ώστε να βρούμε ένα πεδίο συνεννόησης και να κάνουμε πραγματικότητα την ενότητα που οφείλουμε στον λαό που μας εξέλεξε να τον υπηρετήσουμε» δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ το βράδυ της Τρίτης, κατά την πρώτη του ομιλία στο Κογκρέσο για την κατάσταση του έθνους. Αλλά αυτά τα «ανοίγματα» ήταν επιβεβλημένα, τόσο από την παράδοση της συγκεκριμένης ομιλίας όσο και από την επίγνωση ότι έχει ανάγκη εφεξής τους Δημοκρατικούς προκειμένου να περάσει τον νέο προϋπολογισμό, να πετύχει τη λύση που θέλει στο Μεταναστευτικό, να κάνει πραγματικότητα το σχέδιο επενδύσεων 1,5 τρισ. δολαρίων που οραματίζεται για την ανάπτυξη των αμερικανικών υποδομών. Ως προς την ουσία, ήταν ένας λόγος σκληροπυρηνικός, υπερσυντηρητικός, εθνικιστικός, διχαστικός. «Ενα “Volk und Vaterland” με αμερικανική αμφίεση», όπως έγραψε στους «New York Times» ο Ρότζερ Κοέν, αναφερόμενος στον στρατιωτικό όρκο των Ναζί υπέρ «λαού και πατρίδας».
Οικονομία, υποδομές και μετανάστευση: αυτές ήταν οι λέξεις – κλειδιά της ομιλίας του Τραμπ. Υπερηφανεύτηκε δεόντως για την καλή υγεία της αμερικανικής οικονομίας, διεκδικώντας φυσικά εξ ολοκλήρου την πατρότητα, χωρίς ούτε μία λέξη για τον προκάτοχό του. Διαφήμισε με τη γνωστή υπερβολή του «τη σημαντικότερη φορολογική μεταρρύθμιση της αμερικανικής Ιστορίας», το μοναδικό μέχρι τώρα νομοθετικό του επίτευγμα. «Η εποχή της οικονομικής παράδοσης παρήλθε. Για χρόνια, οι επιχειρήσεις και οι θέσεις απασχόλησης μας εγκατέλειπαν. Σήμερα επιστρέφουν» δήλωσε. «Αυτή, στην πραγματικότητα, είναι η νέα αμερικανική μας στιγμή. Ποτέ δεν υπήρχε καλύτερη στιγμή για να αρχίσουμε να ζούμε το αμερικανικό όνειρο».
Αλλά ποιο αμερικανικό όνειρο; διερωτήθηκε ο Κοέν, συνοψίζοντας τα συναισθήματα της φιλελεύθερης Αμερικής: «Ο Τραμπ σκιαγράφησε το πορτρέτο ενός σκοτεινού και απειλητικού κόσμου, στον οποίο οι μετανάστες, που βρίσκονται στην καρδιά της αμερικανικής ιδέας, εξισώθηκαν με συμμορίες, εγκληματίες, δολοφόνους και “φριχτούς ανθρώπους”». Ο αμερικανός πρόεδρος δέχεται να ανοίξει τον δρόμο για τη νομιμοποίηση στους Ονειροπόλους, τους 1,8 εκατ. νέους χωρίς χαρτιά που έφτασαν στις ΗΠΑ ως παιδιά, αλλά μόνο αν δεχθούν και οι Δημοκρατικοί να αποδεσμεύσουν 25 δισ. δολάρια προκειμένου να κατασκευάσει το διαβόητο πια τείχος του στα σύνορα με το Μεξικό· και φρόντισε να βάλει στο Κογκρέσο στο ίδιο καλάθι Dreamers και εγκληματίες, κατηγορώντας τα «ανοιχτά σύνορα» για ένα σωρό δεινά, συμπεριλαμβανομένης της υφαρπαγής «θέσεων εργασίας και μισθών» από τους «φτωχότερους Αμερικανούς».
Στην 80λεπτη ομιλία του, τη μεγαλύτερη ομιλία για την κατάσταση του έθνους μετά το 1995, ο Τραμπ δεν ανέφερε ούτε μία φορά τις λέξεις «ειρήνη», «ανθρώπινα δικαιώματα», «ισότητα», «Ευρώπη», «πολυμέρεια», «πολιτικά δικαιώματα», «συμμαχία» ή «γυναίκες». Αν υπήρχε ένα θέμα, συνοψίζει ο Κοέν, ήταν η δαιμονοποίηση των μεταναστών και του υπόλοιπου κόσμου σε συνδυασμό με την αποθέωση της αμερικανικής ισχύος. Η μία και μοναδική ανακοίνωση που έκανε ο αμερικανός πρόεδρος ήταν ίσως και το σαφέστερο σημάδι ότι περιφρονεί τις απόψεις των συμμάχων των ΗΠΑ: λίγο πριν μεταβεί στο Κογκρέσο, είχε υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο ακυρώνει την εντολή που είχε δώσει ο Μπαράκ Ομπάμα τον Ιανουάριο του 2009 –χωρίς να καταφέρει όμως να την κάνει ποτέ πραγματικότητα -, να κλείσει η βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα.
Για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», την έρευνα του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ για την εμπλοκή της Ρωσίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο Τραμπ δεν είπε λέξη. Διακήρυξε όμως πως, προκειμένου να διασφαλιστεί η «ισχύς» της Ουάσιγκτον απέναντι σε «αντιπάλους» όπως η Κίνα και η Ρωσία, που «απειλούν τα συμφέροντά μας, την οικονομία και τις αξίες μας», ή «απάνθρωπες δικτατορίες» όπως η Βόρεια Κορέα, πρέπει να «εκσυγχρονιστεί και να ανακατασκευαστεί το πυρηνικό μας οπλοστάσιο», ώστε να «γίνει τόσο ισχυρό που θα αποτρέψει την οποιαδήποτε πράξη επιθετικότητας». Ηταν μια ομιλία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της εκλογικής του βάσης. Και μόλις τελείωσε, το χάος επανήλθε: ο διευθυντής του FBI Κρίστοφερ Ρέι συγκρούστηκε για πρώτη φορά δημόσια χθες με τον Ντόναλντ Τραμπ καταδικάζοντας την επιμονή των Ρεπουμπλικανών βουλευτών (με τη σύμφωνη γνώμη του ίδιου του αμερικανού προέδρου) να δοθεί στη δημοσιότητα απόρρητο κομματικό υπόμνημα που καταγγέλλει το FBI για κατάχρηση εξουσίας.