Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι ωραίος τύπος. Γνώμη μου. Ακόμα πιο ωραίος ο δημόσιος λόγος του. Ευθύς, μεστός, σταράτος χωρίς αστερίσκους κι άνω τελείες. Τσακ μπαμ. Αυτό είναι, αυτό θέλω να πω, αυτό λέω. Τέρμα.
Σε αντίθεση με τα «ναι μεν αλλά» των δημοσίων προσώπων, ο sui generis δήμαρχος Θεσσαλονίκης τα λέει έξω από τα δόντια. Τα λέει κι ας χαλάει συχνά πυκνά τις καρδιές της συλλογικής μας συνείδησης. Οπως έκανε με την ομιλία του στην εκδήλωση για το Μουσείο του Ολοκαυτώματος.
Είμαστε ένας λαός που εξωραΐζει το παρελθόν του, καλλωπίζει την ιστορία του κι επαναπροσδιορίζει την υστεροφημία του. Ολοι οι Ελληνες είναι ήρωες, αδούλωτοι, λεβέντες. Δεν υπάρχουν δειλοί, δεν υπάρχουν ρεμάλια, δωσίλογοι, προδότες. Δεν υπάρχουν καν ανθρωπάκια με ραμμένο στόμα και χαμηλωμένο βλέμμα.
Για τα ραμμένα στόματα και τα χαμηλωμένα βλέμματα μίλησε ο Γιάννης Μπουτάρης. Για την τραγωδία των Εβραίων, αλλά και για τις ευθύνες πολλών Ελλήνων χριστιανών της διπλανής πόρτας:
«Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; (…) Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Εκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων».

Μίλησε χωρίς περιστροφές για τους χριστιανούς που γύρισαν την πλάτη στον εβραίο γείτονα. Μίλησε και για τους ίδιους τους Εβραίους που αντιμετώπισαν τους λιγοστούς επιζήσαντες ως συνεργάτες των Γερμανών. Αφηγήθηκε την ιστορία της Μπουένα Σαρφατή που το 1945 γυρίζει στο ερημωμένο σπιτικό. Η οικογένειά της δεν υπάρχει πια. Μπήκε στο βαγόνι με τελικό προορισμό το Αουσβιτς:
«Για την Μπουένα, μαρτύρια και ηρωισμοί είχαν εξίσου μικρή αξία καθώς προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια και να ξαναχτίσει τη ζωή της από την αρχή. Πώς όμως να ένιωθε όταν ακόμη και οι πιο μικρές απολαύσεις άνοιγαν διάπλατα τα τραύματα του παρελθόντος; Πόσο αβάσταχτος πρέπει να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο αρμένης πωλητής ξηρών καρπών τής πρόσφερε μια Κυριακή απόγευμα τα αγαπημένα της στραγάλια, αυτό το χάρτινο χωνάκι ήταν στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της;
Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι η ασημένια τσάντα, οικογενειακό κειμήλιο, που το 1946 η Μπουένα Σαρφατή είδε έκπληκτη να κρατά με στυλ μια χριστιανή οικογενειακή φίλη. Είναι το οικογενειακό χαλί που μια άλλη έκπληκτη εβραία επιζήσασα αντίκρισε σε σπίτι χριστιανών οικογενειακών φίλων».
Κλείνοντας την ομιλία του στέλνει ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες –όχι μόνο στο χτες αλλά και στο σήμερα:
«Το Μουσείο θα συμβολίζει την ντροπή μας. Για όσα έγιναν, για όσα κάναμε, και κυρίως για όσα δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να κάνουμε, γηγενείς και πρόσφυγες, δεξιοί και αριστεροί κατά και μετά τον πόλεμο. Το Ολοκαύτωμα δοκιμάζει τα όρια της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να αναμετρηθούμε μαζί του είναι να αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς, Ελληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή, μια αλήθεια που περιμένει πάντα την αποκρυπτογράφησή της».
Στην πλειονότητά τους οι λαοί κρύβουν το κεφάλι τους στην άμμο. Δεν είδα. Δεν ξέρω. Δεν άκουσα. Μην μπλέκεις. Μην ανακατεύεσαι. Πας να φας το κεφάλι σου. Εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο; Εσύ θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα;
Κι όμως. Την Ιστορία τη γράφουν όσοι βγάζουν το φίδι από την τρύπα.
Αυτό μας είπε ο Γιάννης Μπουτάρης σε μια ομιλία μοναδική, αλλά και μοναχική στα πέτρινα χρόνια του Ξύλινου Λόγου.