Τις τελευταίες ώρες και ενόψει του αυριανού συλλαλητηρίου της Κυριακής στο Σύνταγμα για το Μακεδονικό, πυκνώνουν διάφορες, συνήθως υπαινικτικές και θρασύδειλες, επιθέσεις κατά του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος θα είναι και ο κεντρικός ομιλητής σε μία συγκέντρωση χωρίς κόμματα και καπελώματα, η οποία αναμένεται να είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων πολλών δεκαετιών.
Οι επιθέσεις αυτές έχουν τρία χαρακτηριστικά:
Πρώτον, ως προς την προέλευσή τους, προέρχονται από “αριστερά” – ή, για να είναι κανείς ακριβέστερος, από περιβάλλοντα παρακείμενα της εξουσίας μιας “αριστεράς” που αποδείχθηκε η πιο ψευδεπίγραφη, μισαλλόδοξη και κοινωνικά αδίστακτη που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα σε περιόδους κοινοβουλευτικού βίου. Ούτε οι ίδιοι βέβαια δεν πιστεύουν ότι έχουν πια σχέση με οτιδήποτε “αριστερό”, όμως το “επάγγελμα δημοκράτης” ήταν πάντοτε από τα πλέον επιτυχή και προσοδοφόρα στην Ελλάδα.
Δεύτερον, ως προς την υφή τους, βρωμάνε σαπίλα από χιλιόμετρα: το να διανοείται να συνδέσει κάποιος τον Μίκη Θεοδωράκη δήθεν με την ακροδεξιά, είναι, με μία λέξη, εμετικό. Υπάρχουν κι άλλες πολλές λέξεις γι αυτό: ανιστόριτο, βλακώδες, υποκριτικό, εξωπραγματικό, γκεμπελικό κοκ. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι εμετικό.
Τρίτον, ως προς την ουσία τους, στην πραγματικότητα επιχειρούν το εξής: αφού αυτά που λέει ο Μίκης δεν αρέσουν καθόλου στην εξουσία και στα περί αυτήν περιβάλλοντα (αλλά και πότε άρεσαν τα τελευταία… εξήντα χρόνια;) ο Μίκης πρέπει να λασπωθεί. Και πρέπει να λασπωθεί όσο πιο πολύ γίνεται, ακριβώς επειδή ο λόγος και η παρουσία του έχουν στον ελληνικό λαό τη μοναδική ισχύ που έχουν. Αν δεν είχαν, δεν θα τους πείραζε. Τους πειράζει όμως, και μάλιστα πολύ, γιατί το στοιχείο αυτό όχι μόνον δεν κλονίζεται, αλλά όσο περνάει ο καιρός, αντίθετα, διαρκώς ενισχύεται, συνεχώς δυναμώνει. Γιατί; Επειδή στους δύσκολους καιρούς είναι που οι άνθρωποι στρέφονται όλο και πιο πολύ στις αξίες.
Κάνουν όμως ένα λάθος οι αφελείς που πιστεύουν ότι κάτι θα καταφέρουν με τις αθλιότητες. Δεν υπολογίζουν ότι ο κόσμος δεν είναι εξίσου αφελής με εκείνους. Δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν πείθουν κανέναν. Βαράνε ένα τάνκερ με σφεντόνες, οπλισμένες μάλιστα με λάσπη. Τι να πάθει το τάνκερ; Ούτε πρόκειται να το καταλάβει… Ειδικά όταν έχει επί τόσες δεκαετίες πλεύσει σε τόσο δύσκολα νερά που, όλα αυτά δίπλα τους, είναι απλώς γελοία.
Ας βαράνε λοιπόν. Δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και όταν τους λέει κανείς “κάτω τα χέρια από τον Μίκη”, επί της ουσίας, τους κάνει χάρη. Δεν είναι για τον Μίκη. Δεν έχει εκείνος καμία ανάγκη υποστήριξης. Αυτοί οι ανόητοι έχουν, που κάθε μέρα που περνάει, εκτίθενται όλο και περισσότερο γι αυτό που ήταν, γι αυτό που κατάντησαν και γι αυτό που επιχειρούν, οι δυστυχείς, να πράξουν…