Με την επανεκλογή Αναστασιάδη στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας ανοίγει οσονούπω και νέα (και μάλλον τελευταία) φάση μεσολαβητικών προσπαθειών για επίλυση του χρονίζοντος Κυπριακού. Το τέλος της οποίας, είτε θετικό είτε αρνητικό, θ’ αποβεί μοιραία η de facto διευθέτηση. Σε περίπτωση μεν επιλύσεως, η Κύπρος θα επανενωθεί με σχήμα Διζωνικής Ομοσπονδίας. Την οποία και θα συναπαρτίζουν «δύο πολιτικώς ισότιμα κρατίδια» (constituent states). Ενώ αντιθέτως σε περίπτωση αδιεξόδου, θα ενεργοποιηθούν δυναμικές παγιώσεως των τετελεσμένων. Τα οποία και θα είναι πλέον ζήτημα χρόνου ν’ αποβούν de jure. Που σημαίνει δημιουργία συνθηκών οριστικής γεωπολιτικής διαιρέσεως της μεγαλονήσου. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει, πρωταρχικά, διευκόλυνση των προσαρτησιακών επιδιώξεων της Αγκυρας. Που ήδη με συγκεκριμένες μεθοδεύσεις, υποθεμελιώνει αυτούς τους σχεδιασμούς.
Ο νέος πρόεδρος γνωρίζει ότι δεν μπορεί ν’ αποφύγει τον σταυρό. Και ότι ο προεδρικός θώκος είναι γεμάτος αγκάθια. Κατ’ ακρίβειαν καρφιά. Γιατί: Ούτε η λύση θα είναι ανώδυνη ούτε η μη λύση ακίνδυνη. Οπόταν και θα υποχρεωθεί ν’ αντιμετωπίσει το μέγα δίλημμα πολύ σύντομα. Οδός είτε διαφυγής είτε κι ευχερούς υπεκφυγής δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η ανάληψη τελικής και οπωσδήποτε ιστορικής ευθύνης. Την οποία και θα επικυρώσει με την υπογραφή του, πριν τη θέσει ενώπιον του Κυπριακού Ελληνισμού προς έγκριση.
Και είναι ακριβώς υπό το φως αυτών των δεδομένων που πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί το εκλογικό αποτέλεσμα στη Λευκωσία. Κάτι που εκ των πραγμάτων αφορά και την Αθήνα. Η οποία και: Οχι απλώς θα έχει λόγο, αλλά και θα επιμερισθεί δυνάμει τις συνέπειες. Γιατί τα παράγωγα είτε καλής λύσεως είτε απευκταίου αδιεξόδου (και κρίσεως) θα εισπραχθούν από τον σύνολο Ελληνισμό. Το αυτονόητο. Και υπ’ αυτή την έννοια, Λευκωσία και Αθήνα πρέπει να συστοιχηθούν και να συναποφασίσουν ως προς τα επέκεινα.