Δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν αυτή είναι η τελευταία δημόσια παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Από την υποδοχή, πάντως, που είχε η παρουσία του στην πλατεία Συντάγματος, καταλαβαίνει ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα εθνικό σύμβολο, ένα διεθνές brand ή και τα δυο μαζί. Είναι ο τελευταίος έλληνας θεός.
Αλλά όπως συμβαίνει με όλους τους θεούς, έτσι και τον θεό Μίκη τον βλέπει όπως θέλει ο καθένας. Σαν μια οντότητα που έχει την υποχρέωση να κινείται στα όρια της αριστερής ορθοδοξίας ή σαν μια παρηγορητική σκέπη στα εθνικά μας βάσανα. Σαν έναν θεό που αγωνίζεται ή σαν έναν θεό που πρόδωσε. Σαν θεό που ανυψώνει το πλήθος ή σαν θεό που είναι άδικος. Συμβαίνει με όλους τους θεούς: αν είσαι ο Κασιδιάρης, τον προσκυνάς σαν μέλος της νεολαίας του Μεταξά. Κι αν τον λάτρεψες ως αντιμνημονιακή «Σπίθα», την ώρα που τον βλέπεις και τον ακούς στο Σύνταγμα να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσια του έθνους θυμάσαι ότι ήταν αυτός που κάποτε είχε καθίσει στα έδρανα της ΝΔ. Τον αμφισβητείς. Τεράστιος συνθέτης, ναι. Αλλά πολιτικά ανερμάτιστος.
Η γοητεία των ελλήνων θεών βρισκόταν στις ανθρώπινες αδυναμίες τους. Ο Θεοδωράκης είναι γεμάτος από αδυναμίες και πιθανότατα μια τέτοια είναι ότι η πληθωρικότητά του, που ίσα ίσα χώρεσε στο σώμα του, κάνει σκόνη ακόμη και την υστεροφημία του. Δεν φαίνεται να τον νοιάζει. Ο Θεοδωράκης ανήκει στο είδος των οργίλων θεών, των θεών που παθιάζονται και τσακώνονται. Στο τέλος, και σαν καλός θεός, θα συγχωρέσει τους πάντες –ακόμη και τους παραχαράκτες Κασιδιάρηδες. Αλλά σαν έλληνας θεός που είναι, θα συγχωρέσει κυρίως τον εαυτό του.