Από μια μάλλον απρόσμενη, αλλά καθόλου άδικη, ειρωνεία της Ιστορίας, η ψυχολογική ρήξη της παρούσας κυβέρνησης με το κοινωνικό σώμα σφραγίστηκε στο «γήπεδο» που την είχε αναδείξει: στην «πλατεία» του συναισθήματος, του ανορθολογισμού αλλά και της ενστικτώδους συμπύκνωσης του κλίματος της στιγμής.
Είναι η ίδια η κυβέρνηση που έβγαλε το τζίνι από το μπουκάλι. Πρώτα, με την εξύψωση του «δρόμου» και της δήθεν αδιαμεσολάβητης λαϊκότητας, όταν επιχειρούσε να πάρει την εξουσία αλλά και όταν την πήρε. Αμέσως μετά, με τη σύμπηξη κυβερνητικού μετώπου με ό,τι πιο αντιδραστικό και οπορτουνιστικό διέθετε το πολιτικό σύστημα. Υστερα, με τη χρήση της «δύναμης της πλειοψηφίας» και της «φωνής του λαού» εναντίον όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων της αλλά και της ίδιας της νομιμότητας. Και τώρα, με τη χρήση ενός ευαίσθητου και φορτισμένου, αλλά και τεχνικού και διπλωματικού ζητήματος, με βαθιές ρίζες και εμπροσθοβαρείς συνέπειες, για τον προσπορισμό πλεονεκτήματος στη στενή και συγκυριακή κομματική σκακιέρα.
Δεν είναι ασφαλώς όλοι οι πολίτες που αγωνιούν ή και που διαδήλωσαν για τη Μακεδονία εθνικιστές. Ομως η κυβέρνηση συνέβαλε με τη στάση της να θεριέψει ο πειρασμός του εθνικισμού. Μην εξηγώντας τι διακυβευόταν και καταφεύγοντας, για πολλοστή φορά, στο διχαστικό «ή εμείς ή αυτοί», παρ’ όλο που ο καίριος διχασμός ήταν στο εσωτερικό της. Πανηγυρίζοντας πρόωρα για μια «επιτυχία» για την οποία δεν είχε δουλέψει και της οποίας η ουσία δεν την ένοιαζε. Συνενώνοντας, λόγω αδιαφορίας, οίησης αλλά και του προτέρου βίου, επικίνδυνα στοιχεία και ένστικτα με «κανονικούς» πολίτες που από καιρό ένιωθαν μέσα τους, και το Μακεδονικό τούς έδωσε την ευκαιρία και να εκδηλώσουν ανοιχτά, μια υγιή διάθεση αποδοκιμασίας της έκπτωσης που επέφερε αυτή η κυβέρνηση στη δημόσια ζωή. Εχοντας πολιτευτεί μέσα στον λαϊκισμό και το χάιδεμα των χαμηλών ενστίκτων, δεν δικαιούται να απορεί ή να αισθάνεται αδικημένη όταν αυτά στράφηκαν εναντίον της.
Είναι κρίμα βέβαια που αυτό συνέβη τη μόνη στιγμή που η κυβέρνηση θα μπορούσε ίσως, και σχεδόν άθελά της, κάτι να προσφέρει. Αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να ήταν πιο σοβαρή, λιγότερο μικροπολιτική και να διαπραγματευόταν πιο σωστά και κυρίως πιο ενωτικά –να ήταν, δηλαδή, μια άλλη κυβέρνηση. Ενώ η ετερόκλητη πλατεία μαύρισε αυτή την κυβέρνηση και το σύνολο του πολιτικού και θεσμικού της αποτυπώματος. Γκρεμίζοντας, την ίδια στιγμή, και ίσως οριστικά, τα «εθνικά» θέματα από το βάθρο της ψυχραιμίας.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος