«Δεν υπάρχει μακεδονικόν έθνος. Υπάρχει συμπαγής ομοιογενής ελληνικός πληθυσμός έξ εκατομμυρίων και 200 χιλιάδων Ελλήνων. […] Η ιδέα της αυτονομήσεως της Μακεδονίας την οποία επιζητεί το κομιτάτον είνε χίμαιρα. Μακεδονικόν ζήτημα δεν υπάρχει διά την Ελλάδα. Το δημιουργεί δε μόνον η προπαγάνδα του κομιτάτου, εις την οποίαν ουδεμίαν αποδίδομεν ημείς σημασία».
Τα παραπάνω μετέδιδε, σε ανταπόκριση από τη Σόφια, στις 2 Οκτωβρίου 1931, πριν από 87 χρόνια, το φύλλο 127 των «Αθηναϊκών Νέων» στο πρώτο έτος έκδοσης της εφημερίδας. Ποιος όμως τα λέει αυτά που η νεαρή τότε εφημερίδα μεταφέρει στο αναγνωστικό κοινό της από τη βουλγαρική στην ελληνική πρωτεύουσα –και φυσικά σε μία εποχή που δεν υπάρχει κανένα άλλο μέσο πλην της εφημερίδας, ούτε καν ραδιόφωνο;
Οχι κάποιος σκληρός εθνικιστής όπως ίσως κάποιοι σήμερα βιαστούν να συμπεράνουν, αλλά ο κατ’ εξοχήν αγνός, ο πιο φωτισμένος, πιστός δημοκράτης της ελληνικής πολιτικής ιστορίας του 20ού αιώνα, ο «δημιουργός» της περιόδου της αβασίλευτης δημοκρατίας πρώην πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Ο πιο προοδευτικός από τους μεγάλους συνεργάτες και «διαδόχους» του Ελευθέριου Βενιζέλου στην ηγεσία της ελληνικής κυβέρνησης, ο αρχηγός της ριζοσπαστικής του πτέρυγας, ο άνθρωπος που έφτασε σε σύγκρουση με τον ίδιο τον Βενιζέλο ακριβώς για να υπερασπιστεί τις αριστερές του ιδέες και οι οποίες δεν ήταν λόγια του αέρα, αλλά αγώνες που τους πλήρωνε ακριβά με διώξεις σε όλη του τη ζωή.
Τα γραπτά όχι απλώς μένουν, αλλά με τον τρόπο τους ζουν, όπως και τα σημαντικά αρχεία σαν αυτό των «ΝΕΩΝ», που δεν αποτελούν εκθέματα μουσείων αλλά με τον δικό τους τρόπο οργανικά τμήματα της αλυσίδας του χρόνου, αδιάψευστους φορείς της αληθινής ιστορικής συνέχειας. Και όταν αυτά επανέρχονται στο φως, ενίοτε η δύναμή τους είναι τέτοια ώστε να καταρρίπτουν τους μύθους, ακόμα και τους πιο επίμονους και συστηματικούς.
Δύο τέτοιοι διαχρονικοί μύθοι, λοιπόν, καταρρίπτονται σήμερα από την αναδίφηση των «ΝΕΩΝ» στο ιστορικό τους αρχείο: ο πρώτος, που θέλει, σύμφωνα με τη σκοπιανή πλευρά, δήθεν την ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Και, ο δεύτερος, σύμφωνα με πολλούς στην Ελλάδα, που θέλει την πολιτικά προοδευτική αντίληψη του θέματος δήθεν να αναγνωρίζει τέτοιο έθνος, ή, ακόμα χειρότερα, και δυστυχώς διαιρετικά, σε αντιδιαστολή με μια «ακροδεξιά» αντίληψη που υποτίθεται ότι φέρει το βάρος να την αρνείται. Οπως λοιπόν αποδεικνύουν τα δημοσιεύματα αυτά των «Αθηναϊκών Νέων» από τις δεκαετίες 1930 και ’40 (της εφημερίδας, ας σημειωθεί, του μακεδονομάχου και επιστήθιου φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου, Δημητρίου Λαμπράκη) τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Το αντίθετο μάλιστα.
Οι δηλώσεις αυτές του Αλέξανδρου Παπαναστασίου δεν είναι όμως το μοναδικό από τα ντοκουμέντα που φέρνουν σήμερα στο φως «ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγοντας το ιστορικό αρχείο τους. Μία ακόμα σειρά άρθρων από τις δεκαετίες 1930 και ’40, τα οποία μπορεί να δει με τα μάτια του ο ίδιος ο αναγνώστης, πιστοποιούν το πώς αποτυπωνόταν η αλήθεια του Μακεδονικού Ζητήματος από την πιο προοδευτική εφημερίδα της εποχής και αυτό μόλις λίγα χρόνια μετά τη λύση του Μακεδονικού, τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και από τον ίδιο τον Μακεδονικό Αγώνα. Οταν η γενιά που πολέμησε σε αυτούς, αλλά και η γενιά που διαχειρίστηκε πολιτικά και διπλωματικά τις εξελίξεις ήταν παρούσες και ενεργές.
Αλλά και κάτι ακόμα: σήμερα, σε μία στιγμή όπως αυτή μετά το χθεσινό πρωτοφανές συλλαλητήριο στο Σύνταγμα για το Μακεδονικό, η επιστροφή στις πηγές της Ιστορίας επιτρέπει να κατανοήσει κανείς καλύτερα το πώς και το γιατί κάτι τέτοιο υπήρξε δυνατό. Επιτρέπει επίσης να δει πιο καθαρά τη σημασία των πολύ σημαντικών δηλώσεων του διαπραγματευτή Νίμιτς, λίγα 24ωρα πριν, σύμφωνα με τον οποίο η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας, αλλά και τις εμπρηστικές για τη διαπραγμάτευση δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της γειτονικής χώρας Δημητρόφ στην κατεύθυνση μιας βαθιά αλυτρωτικής πολιτικής.
Δεν χρειάζονται ούτε περισσότερα σχόλια, ούτε πιο εκτενείς αναφορές. Ο σημερινός αναγνώστης των «ΝΕΩΝ» μπορεί σήμερα να επιστρέψει μέσα από αυτές τις σελίδες στις πηγές. Και χωρίς διαμεσολαβήσεις και ερμηνείες, χωρίς “αξιολογήσεις” επηρεασμένες από το σήμερα, να έρθει ο ίδιος σε πρωτογενή επαφή με ιστορικές πηγές όπως αυτά τα δημοσιεύματα. Και να διαμορφώσει, εξίσου πρωτογενώς, τη δική του αντίληψη για τα γεγονότα και την ουσία τους εννέα δεκαετίες αργότερα.
Τα δημοσιεύματα αυτά, μέσα από δύο κρίσιμες δεκαετίες πυκνών και κρίσιμων ιστορικών γεγονότων, τον καλούν, ουσιαστικά, τα ίδια να το πράξει.