Ερχεται η στιγμή που η πλατεία γυρίζει μπούμερανγκ. Στο χρηματιστήριο του θυμού και της δυσαρέσκειας, άλλωστε, κανείς δεν βγαίνει σταθερά κερδισμένος. Αυτό διαφάνηκε από το πώς μεταβλήθηκε η οπτική του ΣΥΡΙΖΑ για τις λαϊκές κινητοποιήσεις με αφορμή το μαζικό συλλαλητήριο της Κυριακής στο Σύνταγμα για το Σκοπιανό.
Η Πλατεία Συντάγματος, εξάλλου, ήταν ο χώρος όπου ξέσπασε το κίνημα των Αγανακτισμένων τον μακρινό Μάιο του 2011 και ως «ευγενής άμιλλα» με τους Αγανακτισμένους της Ισπανίας που προκάλεσαν τους Ελληνες από τα κοινωνικά δίκτυα. Λόγος υπήρχε τότε, λεγόταν Μνημόνιο. Το αρχικό ειρηνικό και ακομμάτιστο πλήθος όμως δεν έμεινε ως είχε. Σχεδόν αμέσως οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονταν κατά του Μνημονίου επιχείρησαν παρέμβαση, οργάνωσαν την παρουσία τους, συμμετείχαν σε εκδηλώσεις και πάνελ στην κάτω πλατεία με σκληρή φρασεολογία και ρητορική κατά του παλαιού πολιτικού συστήματος.
Οι Αγανακτισμένοι μεταβάλλονταν σε κίνημα πλατειών. Ο τότε ΣΥΡΙΖΑ έδωσε όλες του τις δυνάμεις για να πάρει την πολιτική ηγεμονία, συμπράττοντας και με δυνάμεις που ενθάρρυναν και ένα αντιπολιτικό ρεύμα, όπως η ομάδα Δημήτρη Καζάκη (ΕΠΑΜ) αλλά και ακροδεξιούς που σταδιακά μεταφέρθηκαν στην πάνω πλατεία μαζί με οπαδούς της διαγραφής του χρέους και της σεισάχθειας. Οι εικόνες του Τσακαλώτου, του Κατρούγκαλου, του Βαρουφάκη σε πάνελ αντιμνημονιακά στην κάτω πλατεία είναι έντονες από τότε και με τίποτε δεν προετοίμαζαν για τις πολιτικές μεταβολές που θα ακολουθούσαν στη χώρα.
Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ. Ο Αλέξης Τσίπρας ενσωμάτωνε στους λόγους του τη δυναμική της πλατείας. Την επιδοκίμαζε. Τα τραγούδια του Μίκη παιάνιζαν σε όλο τον χώρο. Ο ίδιος ο μεγάλος δημιουργός πήγε δύο φορές στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά του Μνημονίου, την πρώτη φορά στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε κάλεσμα της πολιτικής συλλογικότητας Σπίθα που ο ίδιος είχε ιδρύσει, με επιχειρήματα για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Με τη διαφορά πως τότε οι συριζαίοι των αποθέωναν, βόλευε το όλο πολιτικό σχέδιο γκρεμίσματος των τότε μεγάλων κομμάτων. Εξάλλου, οι τότε πλατείες και όσο μετασχηματίζονταν μέχρι το δεύτερο Μνημόνιο αποτελούσαν ένα πολύ καλό υπέδαφος για να ευδοκιμήσει μια γενικευμένη απαξίωση του πολιτικού δυναμικού, να διαδοθούν ευρέως θεωρίες συνωμοσίας, να αναδειχθεί μια λογική σωτηριολογίας. Δεν τον θυμούνται πολλοί σήμερα, αλλά τον Ιούλιο του 2013 οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ σήκωσαν πανό πάνω από το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη μετωπικά με την Πλατεία Συντάγματος με το σύνθημα «να απολύσουμε την κυβέρνηση». Δεν ήταν πια οι Αγανακτισμένοι από κάτω. Ηταν ένα απεργιακό πλήθος με αφορμή απολύσεις στο Δημόσιο αλλά η σημειολογία ήταν συντριπτική: ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται στον κόσμο του Συντάγματος. Τον λογίζει ως επιταχυντή της πολιτικής αλλαγής.
Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ. Αυτό το ίδιο σημείο, από το οποίο ο κυβερνητικός πια ΣΥΡΙΖΑ απέστρεψε το βλέμμα μόλις την Κυριακή. Εκανε πως δεν είδε τον κόσμο. Χλεύασε τις –υπαρκτές –γραφικές παρουσίες, επιχείρησε να εμφανίσει πιο μικρά νούμερα των συμμετεχόντων, σχεδόν αποδόμησε για την εκεί παρουσία του τον Μίκη, που ο κύριος κορμός των λεγομένων του ήταν ίδιος με του 2011. Η πλατεία τώρα –σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ –δεν εξέπεμπε μήνυμα κατά του παλιού πολιτικού συστήματος, στρεφόταν κατά της κυβέρνησης, μόνο που η κυβέρνηση πια είναι η πολιτική δύναμη η οποία ενθάρρυνε για χρόνια την πλατεία. «Διαφωνώ με τον Μίκη Θεοδωράκη σε κάθε στιγμή του λόγου του, ήταν μια αρνητική στιγμή στην ιστορία του δημιουργού. Ως πολιτικό πρόσωπο ποτέ δεν είχα συμφωνήσει με τις πολιτικές επιλογές του, εξάλλου είναι γνωστό σε όλους τους Ελληνες το πολιτικό βιογραφικό του Μίκη, δεν χρειάζεται να το πω εγώ» είπε ο αναπληρωτής υπουργός ΠεριβάλλοντοςΣωκράτης Φάμελλος. Για «συναισθηματική συγκέντρωση» έκανε λόγο ο υπουργός Ναυτιλίας Παναγιώτης Κουρουμπλής. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, που προφανώς μετέφερε και την κυβερνητική γραμμή, ήταν ακόμη πιο αφοριστικός: «Η μετατόπιση του κ. Θεοδωράκη σε θέσεις μισαλλόδοξες και πολιτικά ακραίες είναι μια θλιβερή εξέλιξη». Οσο για την κυβερνητική γραμμή σχετικά με τη συμμετοχή, αυτή την έσπασε ο πρώην υφυπουργός Δημήτρης Μάρδας, ο οποίος μέτρησε 500.000 κόσμο.