Iσως να μην υπάρχει στη νεότερη ιστορία μας άλλη χρονική περίοδος πιο ενδεικτική της εθνικής μας κυκλοθυμίας από το συγκλονιστικό τρίμηνο του 1920. Στις 28 Ιουλίου –με το ιουλιανό ακόμη ημερολόγιο –ο Ελευθέριος Βενιζέλος βάζει την υπογραφή του στη Συνθήκη των Σεβρών και φέρνει πιο κοντά από ποτέ άλλοτε την πραγμάτωση της Ελλάδας των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών (δεν θα υπογράψει όμως η Τουρκία και η Συνθήκη θα μείνει για πάντα στα χαρτιά). Στις 30 Ιουλίου δέχεται δύο σφαίρες –η μία τον βρίσκει στο αριστερό του χέρι. Στις 15 Σεπτεμβρίου τον αποθεώνουν στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο. «Από τους Eλληνες, στον μέγιστο όλων των Ελλήνων» αναγράφει η κορδέλα στο χρυσό στεφάνι που του απονέμουν. Ενάμιση μήνα αργότερα, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, ο «μέγιστος των Ελλήνων» δεν εκλέγεται καν βουλευτής.
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο καθηγητής Θάνος Βερέμης αποκαλεί τον Βενιζέλο «οραματιστή του εφικτού» και εξηγεί διά μακρών πώς ο μεγάλος πολιτικός κατόρθωσε να εξουδετερώσει την αντίφαση σε αυτό το εκ πρώτης όψεως οξύμωρο σχήμα. Συνήθως οι οραματιστές δεν διατηρούν καλή σχέση με τον πραγματισμό, ενώ και οι πραγματιστές καταφεύγουν στα οράματα μονάχα για να τα χλευάσουν. Πώς κατάφερε να πατάει και στις δύο βάρκες; Το μυστικό του ήταν ότι δεν επέτρεψε ποτέ στον πραγματισμό του να μετατραπεί σε κυνισμό ή φαταλισμό, ούτε στα μαξιμαλιστικά του οράματα να τον απομακρύνουν από τα ρεαλιστικά περιθώρια της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Αδραχνε τις ευκαιρίες, ενίοτε τις δημιουργούσε με αριστοτεχνικά διπλωματικά σλάλομ και αμοιβαία επωφελείς συμμαχίες, αλλά ποτέ δεν εκβίαζε την έκβαση αποφάσεων που, ένεκα του εκβιασμού, θα μπορούσαν να αποβούν κι εθνικά ολέθριες. Δεν φοβόταν την εθνική βούληση. Γνώριζε πότε θα κολυμπήσει καβάλα στο κύμα της και πότε κόντρα. Πότε θα την υπηρετήσει. Πότε θα τη δαμάσει.
Αυτός, ο αδιαφιλονίκητος πατριώτης, δεν δίστασε την επομένη του εκλογικού του θριάμβου, τον Μάρτιο του 1912, να παρεμποδίσει την είσοδο στην ελληνικό Κοινοβούλιο 69 αντιπροσώπων από την Κρήτη. Η γενέθλια πατρίδα του δεν ήταν ακόμη ενσωματωμένη στον εθνικό κορμό, τελούσε υπό status quo Αυτόνομης Πολιτείας και ο Βενιζέλος σθεναρά πίστευε ότι η εκβιαστική συμμετοχή των Κρητικών στις εργασίες της Βουλής των Ελλήνων θα δυναμίτιζε την προοπτική της ένωσης με τη μητέρα πατρίδα. «Φαίνεται ότι κακός δαίμων εχάλασε τον νουν των συμπατριωτών μου», έγραφε τότε σε μια επιστολή του, «και τους άγει να βγάλουν τα μάτια των». Με παρόμοιο σκεπτικό και ανάλογη αποφασιστικότητα αποθάρρυνε τον αλυτρωτισμό της αγγλοκρατούμενης Κύπρου και της ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων δύο δεκαετίες αργότερα: «Τα δίκαια της Κύπρου και των Δωδεκανήσων είναι ιερά. Αλλά δεν ήλθεν ακόμη η σειρά τους».
Οι σημερινές εθνικές εκκρεμότητες μοιάζουν απλές ενοχλητικές παρωνυχίδες μπροστά στο μέγεθος και την τραγικότητα των εθνικών διλημμάτων που είχε κληθεί να αντιμετωπίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο ελληνικός αλυτρωτισμός έχει κλείσει τον κύκλο του και, αν εξαιρέσεις ορισμένους σαλταρισμένους, κανένας δεν εγγράφει στην εθνική μας ατζέντα μια μελλοντική στρατιωτική κατάληψη των Σκοπίων. Οσοι διατηρούμε σώας τας φρένας θεωρούμε αδιανόητη την αλλαγή των συνόρων στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους: 53% στην Ελλάδα, 37% στη FYROM, 10% στη Βουλγαρία. Μολονότι αναγνωρίζουμε ότι όλα αυτά είναι μακεδονικά εδάφη, κρίνουμε όψιμα ως εθνικά απαράδεκτη κάθε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Βλέπετε, κάτι σουφρώσαμε κι εμείς από τη βενιζελική κληρονομιά, παρότι αντίστροφα. Οχι πώς να λύνουμε προβλήματα. Πώς να δημιουργούμε.