Ευτυχώς που είπε ότι πρέπει να κρατήσουμε χαμηλούς τόνους. Ψέματα, πολύ χαμηλούς τόνους. Και αμέσως μετά δήλωσε «συγκλονισμένος» με αυτά που ακούει, κατηγόρησε τη Νέα Δημοκρατία ότι προσβάλλει την ελληνική Δικαιοσύνη και εξέφρασε την εκτίμηση ότι οι άνθρωποι που φέρεται να εμπλέκονται στην υπόθεση έχουν χάσει τον έλεγχο. Δηλαδή αν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κρατούσε λίγο υψηλότερους τόνους, τι θα έκανε; Θα ανακοίνωνε ποινές;
Το σκάνδαλο Novartis είναι πράγματι μεγάλο και παγκόσμιο. Και απαιτείται πλήρης διαλεύκανση όλων των πτυχών του περιλαμβανομένης της ελληνικής. Με σεβασμό όμως των στοιχειωδών κανόνων. Οπως είναι η απόλυτη διάκριση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Η αποχή από εμπρηστικά σχόλια. Και η διαρκής υπενθύμιση ότι, όπως συνέβη με τις περιβόητες λίστες, η αναγραφή ενός ονόματος σε μια δικογραφία δεν συνιστά απαραίτητα ένδειξη ενοχής.
Η κυβέρνηση δεν ακολουθεί κανέναν από αυτούς τους κανόνες. Μιλά αυθαιρέτως για το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών. Πετά υπαινιγμούς και απειλές. Απευθύνει εκκλήσεις για «συμμαχίες εντίμων», καλλιεργώντας για άλλη μια φορά τον διχασμό. Και στέλνει επιδεικτικά τον εκπρόσωπό της στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για «διαδικαστική ενημέρωση». Η αλήθεια όμως είναι ότι ακόμη κι αν ξεπερνούσε τον εαυτό της και τηρούσε πολιτικά ορθή στάση, πάλι δεν θα έπειθε. Πάλι θα άφηνε την εντύπωση, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, ότι «πειράζει» τη δικογραφία. Και ότι χρησιμοποιεί το σκάνδαλο για να απομακρύνει τη συζήτηση από τα συλλαλητήρια.
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία λοιπόν από την πιθανή εμπλοκή κάποιου πολιτικού σε ένα σκάνδαλο έχει η πλήρης καταρράκωση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Η έρευνα της KΑΠΑ Research για αυτούς που έλαβαν μέρος στη συγκέντρωση της Πλατείας Συντάγματος, που χαρακτηρίστηκε η μαζικότερη και αυθεντικότερη των τελευταίων ετών, έδειξε ότι ο θεσμός που εμπιστεύονται περισσότερο είναι ο στρατός (64%) και ακολουθεί η Εκκλησία (55%). Το Κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται πολύ χαμηλά, με τις αρνητικές γνώμες να φτάνουν το 85% και το 93%.
Η εικόνα αυτή είναι παγιωμένη εδώ και πολλά χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Και εξηγεί την αντοχή της Χρυσής Αυγής παρά τα όσα έχουν αποκαλυφθεί για τη δράση της. Αν οι μισοί «συστημικοί» πολιτικοί είναι μειοδότες και οι άλλοι μισοί κλέφτες, ποιον μπορούν να εμπιστευτούν οι πολίτες; Αν οι βασικοί θεσμοί μιας δημοκρατίας –τα κόμματα, τα συνδικάτα, τα μέσα ενημέρωσης –είναι αναξιόπιστοι, πού θα βρουν καταφύγιο όσοι αισθάνονται αδικημένοι;
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ φέρει βαριά ευθύνη γι’ αυτήν την εικόνα. Επειδή νομιμοποίησε, ακόμη και με τη σύνθεσή της, τον πολιτικό αμοραλισμό. Επειδή έχτισε τη βάση της πάνω στις μούντζες των Αγανακτισμένων. Κι επειδή προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση των σημερινών Αγανακτισμένων κατασκευάζοντας ένα νέο «1989». Ο τόπος όμως δεν έχει πια αντοχές.