Αρκεί να έβλεπε κανείς τα πλάνα έξω από το Μέγαρο Μαξίμου. Η Novartis είναι το σκάνδαλο που ακόμη και αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να εφευρεθεί. Είναι το σκάνδαλο που θα έμπαινε στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί πολιτικά όχι μια κυβέρνηση κολλημένη στον τοίχο, αλλά ακόμη και εξωραϊστικός σύλλογος σε φάση αρχαιρεσιών.
Από την άποψη αυτή μπορεί να κατανοήσει κανείς όλες τις αντιδράσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τον Δημήτρη Τζανακόπουλο να δηλώνει συγκλονισμένος, τον τόνο με τον οποίο η Τασία Χριστοδουλοπούλου διαβάζει τα ονόματα των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων, τον Πάνο Καμμένο να ανεβάζει στο twitter το «Αντιλαλούν οι φυλακές», το non paper του Μεγάρου Μαξίμου. Μπορεί να κατανοήσει τον κυβερνητικό χειρισμό του σκανδάλου με τη γνώση ή την αίσθηση ότι αυτή είναι η τελευταία ελπίδα για ανάκαμψη και την πεποίθηση ότι τώρα ό,τι υποδεικνύεται ως «παλιό» μπορεί να μην έχει μόνο τη μυρωδιά του παλιού αλλά και την αποφορά του σάπιου.
Λιγότερο κατανοητός θα ήταν ο θεσμικός χειρισμός της υπόθεσης –η «εντολή», ας πούμε, που υποτίθεται ότι έδωσε ο Πρωθυπουργός να διαβιβαστεί η δικογραφία στη Βουλή. Αλλά ούτε αυτός ο χειρισμός είναι ακατανόητος. Αυτό που ο Θόδωρος Παπαθεοδώρου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης περιέγραψε ως «ερντογανισμό» του Πρωθυπουργού δεν είναι παρόρμηση, η παρόρμηση της τελευταίας ελπίδας, αλλά χρόνια πολιτική επιλογή. Είναι προϊόν της αφοσίωσης στο διακηρυγμένο δόγμα ότι δεν αρκεί η κυβέρνηση για να έχει κανείς ολόκληρη την εξουσία. Και σε κάθε πρόβα πλήρους, ολοκληρωτικής εξουσίας, όπως ήταν αυτή, το πρώτο πράγμα που τσαλακώνεται είναι οι θεσμοί.