Είναι φαίνεται από εκείνες τις φορές που η αποκάλυψη μιας υπόθεσης προκαλεί περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι απαντά, από εκείνες που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι λύνει. Ακόμη χειρότερα, σε αυτήν την υπόθεση, το σκάνδαλο Novartis, προκαλείται ήδη από την πρώτη ημέρα ένα τεράστιο ερώτημα. Και δημιουργείται ένα εξίσου τεράστιο, αν όχι μεγαλύτερο, πρόβλημα.
Το ερώτημα τίθεται από την προαναγγελία όχι μόνο του σκανδάλου αλλά ακόμη και του μεγέθους του: είναι τουλάχιστον εδώ και δύο χρόνια που μέλη της κυβέρνησης κάνουν λόγο για «πολιτικό σεισμό» δίνοντας την εντύπωση ότι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα. Οπως προκύπτει όμως από τη δικογραφία, οι καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων βάσει των οποίων εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα ελήφθησαν μόλις τον τελευταίο ενάμιση μήνα. Αν το ερώτημα είναι από πού προέκυπτε εκείνη η βεβαιότητα, το πρόβλημα εντοπίζεται στην αξιοπιστία της όλης διαδικασίας.
Και δεν είναι το μεγαλύτερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι από ένα οικονομικό σκάνδαλο παράγεται ένα θεσμικό. Η κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά την υπόθεση περιφρονώντας συνταγματικές προβλέψεις και θεσμούς. Προκειμένου, για παράδειγμα, να υπογραμμιστεί η υποτιθέμενη αποφασιστικότητα του Πρωθυπουργού, ειπώθηκε ότι «έδωσε εντολή» να διαβιβαστεί η δικογραφία στη Βουλή, μολονότι ούτε χρειάζεται να το κάνει ούτε την αρμοδιότητα έχει. Θεσμική παράβαση συνιστά και η «άτυπη» ενημέρωση του Πρωθυπουργού, του κυβερνητικού εκπροσώπου και υπουργών.
Τα οικονομικά σκάνδαλα τραυματίζουν ασφαλώς την κοινωνία. Τα θεσμικά σκάνδαλα όμως τραυματίζουν και την κοινωνία και τη δημοκρατία.