Η ρετσίνα ρέει άφθονη για τον λαό και οι πελάτες που προσέρχονται φέρνουν μαζί τους τον μεζέ ή αγοράζουν εκείνη τη στιγμή από το διπλανό μπακάλικο. Οι πρώτες αθηναϊκές ταβέρνες έχουν μόλις ανοίξει. Λίγο μετά το 1834. Η πορεία τους θα είναι μακρά. Θα διέλθει μέσα από μια ατμόσφαιρα πνιγμένη από την κνίσα και τα τραγούδια των θαμώνων μέχρι να φτάσει σήμερα να διηγείται την ιστορία της πόλης. Σε μία από αυτές θα γεννηθεί η αθηναϊκή καντάδα. Στα τραπέζια τους θα στριμωχτούν αργότερα οι μάγκες, θα ακουστούν ρεμπέτικα και μικρασιάτικα, θα τραγουδηθούν αντάρτικα. Εκεί θα γιορτάσουν οι παλιοί Αθηναίοι τα καρναβάλια τους. Και κάθε που ανοίγει ένα καινούργιο βαρέλι με κρασί, στην Πλάκα θα στήνεται πανηγύρι: θα μαζευτεί η γειτονιά, θα δοκιμάσουν όλοι, και το περιοδικό «Ρομάντζο» θα δημοσιεύει γελοιογραφίες με τους «βαρελόφρονες», τους άκακους μπεκρήδες της πόλης…

Ενα ταξίδι στο παρελθόν της αθηναϊκής ταβέρνας θα έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν όσοι συμμετάσχουν σε έναν πρωτότυπο περίπατο στις παλιές ταβέρνες της πόλης που διοργανώνει το Μουσείο Σχολικής Ιστορίας το Σάββατο, δύο ημέρες μετά την Τσικνοπέμπτη. Με αφετηρία τις ταβέρνες όπου γυρίστηκαν μερικές από τις πιο γνωστές σκηνές παλιών ελληνικών ταινιών, θα περιηγηθούν τα στέκια του Σεφέρη, του Ελύτη, του Κατράκη, θα μάθουν για τα «παθήματα» του Παπαδιαμάντη και για ποια ταβέρνα είπε ο Χατζιδάκις το περίφημο «εδώ δεν ήρθαμε να φάμε, ήρθαμε για να προσκυνήσουμε».

Οδηγός στον περίπατο θα είναι ο συγγραφέας Κώστας Στοφόρος, ο οποίος εξηγεί στα «ΝΕΑ» ότι οι συμμετέχοντες θα καταλήξουν στην οδό Αθηνάς, σε ένα μαγαζί με προϊόντα από τη Μυτιλήνη, όπου θα φάνε και θα πιούνε «όπως γινόταν πριν από κάμποσα χρόνια που τα βράδια οι ταβέρνες γέμιζαν από Αθηναίους, οι οποίοι απολάμβαναν τα ταπεινά εδέσματα συνοδεία χύμα κρασιού από τα βαρέλια των μαγαζιών…». Και ο περίπατος ξεκινά…

Αφετηρία. Μουσείο Σχολικής Ιστορίας, οδός Τριπόδων.

Στάση 1η. Το σπίτι του ηθοποιού Ορέστη Μακρή, οδός Κυδαθηναίων. «Θα μιλήσουμε για τον ίδιο και για τις ταβέρνες στις οποίες γυρίστηκαν πολλές από τις ταινίες του» εξηγεί ο Κώστας Στοφόρος. «Η σύζυγος του Μακρή –με την οποία είχε κλεφτεί καθώς οι δικοί της δεν τον ενέκριναν –ήταν η Βιργινία Δαμίγου, μέλος της γνωστής οικογένειας των Δαμίγων, ιδιοκτητών της ιστορικής ταβέρνας Τα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου στην οδό Κυδαθηναίων 41».

Στάση 2η. Τα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου. Η πιο παλιά «εν ζωή» ταβέρνα της Αθήνας. Ενα υπόγειο κουτούκι, που άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του το 1865. Εμελλε να συνδεθεί αδιάρρηκτα με την ιστορία της πόλης, κάτι που διαφαίνεται και από τη φράση που είπε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις: «Εδώ δεν ερχόμαστεγια ναφάμε μπακαλιάρο, ερχόμαστεγια ναπροσκυνήσουμε». Διονυσιακά αποφθέγματα ειπώθηκαν στα τραπέζια της από τον Πολέμη, τον Μωραϊτίνη, τον Χριστόπουλο, ενώ από το κατώφλι της πέρασαν αναρίθμητες προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής Αθήνας.

Στάση 3η. Το Μεθυσμένο Καράβι. Εδώ, καθισμένοι σε μια γωνιά της ταβέρνας, τραγουδούσαν αρκετά βράδια ο Μενέλαος Λουντέμης με τη Δανάη Στρατηγοπούλου. Σήμερα έχει μετατραπεί σε σπίτι. Στο παρελθόν έδινε ζωή στην οδό Αφροδίτης, τον δρόμο που πρωταγωνιστεί στη «Μενεξεδένια πολιτεία» του Τερζάκη. Ανθησε τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 και αποτέλεσε δημιούργημα ενός ρομαντικού ποιητή: ο ιδιοκτήτης της, λάτρης της ποίησης, επέλεξε το συγκεκριμένο όνομα για το μαγαζί ως φόρο τιμής στο ομώνυμο ποίημα του Αρθούρου Ρεμπό.

Στάση 4η. Η Ταβέρνα του Θεόφιλου. «Ο Θεόφιλος, όμοιος με εγγλέζο τζέντλεμαν, και η γυναίκα του Ιώ, που άφησε τη σκηνή του Αττίκ για να σερβίρει φασολάδα» γράφει για τους ιδιοκτήτες της περίφημης ταβέρνας ο Γιώργος Πίττας στο βιβλίο του «Η αθηναϊκή ταβέρνα». Ηταν ο Θεόφιλος Θεοφίλου, η οικογένεια του οποίου άνοιξε στη συνέχεια τον Μαγικό Αυλό στο Παγκράτι, και η Ιώ, αδελφή της Λίντας Αλμα, συζύγου του Μάνου Κατράκη. Στου Θεόφιλου σύχναζαν μεταξύ άλλων η Τζάκι Κένεντι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Στάση 5η. Η Ταβέρνα του Ψαρρά.Σε μια επιστολή του προς τονΓιώργο Σεφέρη ο διανοούμενος Γιώργος Κατσίμπαλης, γνωστός και ωςΚολοσσός του Αμαρουσίου, αναφέρει την Ταβέρνα του Ψαρρά, που ήταν ήδη γνωστό στέκι και αποτελούσε την αγαπημένη ταβέρνα του Σεφέρη. Ο Λόρενς Ολίβιε, η Βίβιαν Λι, οΓκράχαμ Γκριν, η Μαργκότ Φοντέιν, «όλοι αυτοί οι ξένοι», ανέφερε στην επιστολή του ο Κατσίμπαλης, «μαζεύονται στην ταβέρνα του κυρίου Γιώργου και ζητούν να τους κεράσω!..».

Στάση 6η. Η Κληματαριά στα σκαλάκια της οδού Κλεψύδρας. Μερικές από τις πιο κλασικές σκηνές από ταινίες του Ορέστη Μακρή, με χαρακτηριστικότερο τον«Μεθύστακα», γυρίστηκαν εδώ. Η Κληματαριά αποτέλεσε σκηνικό και για το «Αλίμονο στους νέους» με τον Δημήτρη Χορν. Η ταβέρνα πρωτολειτούργησε μέσα από μια ιδιαίτερη συγκυρία: στην παλιά ταβέρνα του Κρητικού που βρισκόταν στην Πλάκα εργαζόταν ως μετρ ο Μάκης. Στον Κρητικό πήγαινε συχνά οΑριστοτέλης Ωνάσης, με τον οποίοο Μάκης είχεαποκτήσει καλές σχέσεις. Αισθάνθηκε, λοιπόν, την άνεση να πει μια μέρα στον Ωνάση πως ονειρευόταν ναδημιουργήσει ένα δικό του μαγαζί.Την επόμενη μέρα ένας σοφέρ τού έφερε μια βαλίτσα με χρήματα, δώρο του εκατομμυριούχου.Ετσιάνοιξε η Κληματαριά…

Στάση 7η. Ο Πλάτανος, πίσω από το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων. «…Το καλοκαίρι έξω, κάτω από το μεγάλο πλάτανο, το χειμώνα στο πατάρι. Ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς, ο Παπανούτσος, ο Κατσίμπαλης, ο Καραντώνης, ο Πικιώνης… Με την ξανθιά ρετσίνα, τι κέφια, τι γέλια, τι πειράγματα, τι όμορφες και έξυπνες κουβέντες… Μετά παίρναμε τα σοκάκια της Πλάκας, τραγουδώντας και απαγγέλλοντας…» γράφει η Λητώ Κατακουζηνού στο «Αγγελος Κατακουζηνός – Ο Βαλής μου». Από το πατάρι του Πλατάνου, ο οποίος άρχισε τη μακρά πορεία του το 1932, πέρασε πλήθος λογίων, καλλιτεχνών και πολιτικών. Το 1953 η ταβέρνα χρησιμοποιήθηκε και για εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας «Το ξυπόλητο τάγμα», στην οποία η πινακίδα του μαγαζιού έχει αντικατασταθεί από πινακίδα γραμμένη στα γερμανικά.

Στάση 8η. Τα Τζιερτζίδικα. Ενα πυκνό σύννεφο από καπνούς, προερχόμενο από τα τεράστια τηγάνια του μαγαζιού όπου τηγανίζονταν τζιέρια, σκέπαζε την ταμπέλα της ταβέρνας Οικονομία στην οδό Αρεως 1 –κοντά στο τζαμί του Τζισδαράκη –το 1890. Τα Τζιερτζίδικα, στα οποία οφειλόταν το παρατσούκλι του Μοναστηρακίου, ικανοποιούσαν γευστικά κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, όμως συνέχισαν τη λειτουργία τους μέχρι και την εποχή του Μεσοπολέμου.