Ο Αρης Μπερλής έχει χαρακτηριστεί «σεσημασμένος μεταφραστής» από την επίσης σημαντική μεταφράστρια και κριτικό Αθηνά Δημητριάδου (βλ. άρθρο της στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «The Athens Review of Books», Σεπτέμβριος 2017) με την οποία είχε διά βίου συνεργασία. Υπονοείται προφανώς η πίστη του στο λειτούργημα της μεταφοράς στη γλώσσα μας του νοήματος και των συμφραζομένων ενός κειμένου που έχει παραχθεί σε άλλα μήκη και πλάτη, αλλά και η ιδιαίτερη σημασία της μετάφρασης ως μορφής τέχνης με πολλαπλάσια συχνά σημασία από την παραγωγή πρωτότυπου έργου. Πράγματι, ο Μπερλής ταυτιζόταν σε τέτοιο βαθμό με το έργο με το οποίο πάλευε σε κάθε χρονική περίοδο της ζωής του, που υποδυόταν τον ρόλο του ίδιου του συγγραφέα, όπως μου είχε εξομολογηθεί χαριτολογώντας. Εφτανε ακόμη σε προχωρημένο σημείο ταύτισης με τους ήρωες μιας αφήγησης όπως ο Λόρδος Τζιμ του Τζόζεφ Κόνραντ ή ακόμη περισσότερο Ο Μεγάλος Γκάτσμπι του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, νοσταλγώντας τις «ζωές που δεν ζήσαμε». Θεωρώντας τη λογοτεχνία όργανο της επαφής μας με το «έτερον» (το αλλότριο, το καινούργιο, το εξωτικό, το ετεροχρονισμένο), και πιστεύοντας στη μέσω αυτού του ετέρου λυτρωτική επιστροφή στον εαυτό μας (το οικείο, το καθημερινό, το πιθανώς γνωστόν), ο Αρης Μπερλής μοχθούσε πάνω από τα κείμενα συγγραφέων όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τζ.Μ. Κουτσί. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα πάλευε με το μεγάλο έργο του Χάρολντ Μπλουμ για τον Σαίξπηρ (το οποίο ατυχώς έμεινε ημιτελές). Σε κάθε περίπτωση έπεισε τους δύσπιστους ότι η μεταφραστική δουλειά είναι εξίσου σημαντική με την πρωτότυπη, συχνά δυσκολότερη και προϋποθέτουσα μια ευρύτερη παιδεία. Οσοι σήμερα βιοπορίζονται με τη μετάφραση του χρωστούν πολλά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Μανιώδης της ποίησης
Ο Μπερλής υπήρξε ολιγογράφος. Ως λεπτολόγος και βασανιστής του κειμένου προτιμούσε να διαβάζει υπερβολικά πολύ ώστε να αντλεί «πλευρική σοφία» για τα βιβλία αλλά και τα κοινωνικά συμφραζόμενά τους. Μανιώδης της ποίησης, με ιδιαίτερη κλίση προς τον Τ.Σ. Ελιοτ και τους καθ’ ημάς Καρυωτάκη και Ελύτη, μελετητής της αποικιακής και μετααποικιακής λογοτεχνίας από τους πρώιμους εξερευνητές (τον Στάνλεϊ, τον Μπρους, τον Μπέικερ) ώς τον Κόντραντ, τον Ταγκόρ, τον Μομ και ιδιαίτερα τον Κουτσί (μιας και η αγαπημένη του αγγλίδα σύζυγος Μόνικα είχε και νοτιοαφρικανικές ρίζες), κατέφευγε ενίοτε ακόμη και στην αστυνομική λογοτεχνία για να ξεφύγει από τυχόν αξεπέραστες δυσκολίες. Ομως είχε ιδιαίτερη αγάπη για την καθαυτήν ταξιδιωτική λογοτεχνία, ιδιαίτερα όταν αυτή κινείται στα όρια μεταξύ γεωγραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας. Μεταξύ των μεταφράσεών του σημαδιακές θεωρώ τη Βενετία της Τζαν Μόρις και τους Αραβες των Βάλτων του Γουίλφρεντ Θέσιγκερ –έχω άλλωστε γράψει γι’ αυτές. Σημαντικό επίσης είναι ότι ο Μπερλής προλόγιζε ή επιλόγιζε τα βιβλία που μετέφραζε ο ίδιος ή κάποιος άλλος (πρόσφατα ας πούμε το Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς και το Μανχάταν του Κολμ Τοϊμπίν) με εξαιρετικά διαυγή τρόπο.
Παράλληλοι δρόμοι
Αυτή η τελευταία του ιδιότητα μας εισάγει ωστόσο στο πεδίο της δοκιμιογραφίας. Γιατί ο Μπερλής έγραψε ποικίλα δοκίμια που εντάχθηκαν και σε αυτόν τον τελευταίο του τόμο σχετικά με τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγάτση, τον Καζαντζάκη, τον Χειμωνά, τον Σεφέρη, την Καίη Τσιτσέλη, την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου ή ευρύτερες μελέτες για την κατασκοπική και πολεμική λογοτεχνία. Προασπιστής του μοντερνισμού, θεωρούσε ότι όλη η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή κινείται σε ένα εκκρεμές που έχει στις άκρες του τόξου τους δύο μεγάλους Ιρλανδούς, τον Τζέιμς Τζόις και τον Σάμουελ Μπέκετ: από τον μπαρόκ πληθωρισμό της γλώσσας και την ηρωοποίηση της καθημερινότητας του ενός, στη λιτή έκφραση του άλλου που αναδείκνυε τις σιωπές και τα κενά πίσω από τις λέξεις. Σεβόταν ωστόσο ιδιαίτερα τη ρεαλιστική λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητές οι μετέπειτα εξελίξεις του 20ού. Είναι γι’ αυτό που τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι επιστημονικές και άλλες κατακτήσεις, που καθοδηγούν συχνά με άδηλους τρόπους τους δρόμους της λογοτεχνίας. Γιατί λ.χ. χωρίς την ψυχανάλυση θα ήταν δύσκολο να κατακτηθούν τεχνικές όπως αυτή της συνειδησιακής ροής και χωρίς την κβαντική φυσική και τη σχετική Αρχή της Απροσδιοριστίας δεν θα είχαμε τη διάσπαση του χρόνου της αφήγησης, τη σχετικοποίηση των χαρακτήρων, την πολλαπλή εστίαση ή την πρωτοκαθεδρία του υποκειμένου της αφήγησης. Η πίστη του αυτή στην επιστήμη βρήκε την καλύτερη έκφρασή της σε ένα σημαντικό του κείμενο που πρωτοδημοσιεύθηκε επίσης στο «Athens Review of Books» και όπου ο Μπερλής, αν και δηλωμένα μη φυσικός, μπαίνει στα άδυτα της κβαντικής φυσικής για να ανακαλύψει τομές και αποσχίσεις. Εκεί μας θυμίζει άλλωστε πως το στοιχειώδες σωματίδιο κουάρκ βαφτίστηκε έτσι στη δεκαετία του ’60 από μια αναφορά στο Φίνεγκαν’ς Γουέικ του Τζόις. Βλέπετε, ο νομπελίστας φυσικός Μάρεϊ Τζελ-Μαν συνήθιζε να διαβάζει κάπου κάπου για ξεκούραση δυο – τρεις σελίδες από το «πλέον αδιάβαστο των βιβλίων» και πέφτοντας πάνω στη λέξη κουάρκ («Three quarks for Muster Mark») ήταν βέβαιος ότι είχε ήδη ηχήσει στα αφτιά του όταν δούλευε πάνω στην ανακάλυψή του. Στο δοκίμιο αυτό ο Μπερλής κολυμπά επιπλέον στα βαθιά νερά των πολλαπλών συμπάντων και των άπειρων πραγματικοτήτων που συγκροτούν κατά τη σύγχρονη θεωρία την ιστορία του σύμπαντος, θυμίζοντάς μας τους παράλληλους δρόμους της φυσικής με τις λογοτεχνικές εξελίξεις.
Πάθος για τον ορθολογισμό
Για να δουλέψει πάνω σε παρόμοιους συσχετισμούς (και σχετικισμούς) πρέπει ωστόσο να είναι κανείς πιστός στον ορθό λόγο (ειδάλλως κινδυνεύει να του σαλέψει). Τότε και μόνο τότε η μαγεία της τέχνης μπορεί να έχει νόημα. Ο Μπερλής υπήρξε ένας ακτιβιστής του ορθού λόγου, ένας εξ επαγγέλματος αθεϊστής (ή έστω αγνωστικιστής) και το πάθος του αυτό βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στο ογκώδες βιβλίο Η Βίβλος του Αθεου, με σχολιασμό κειμένων και ανθολόγηση του Κρίστοφερ Χίτσενς. Αλλά ο ορθολογισμός του επεκτεινόταν και σε ποικίλα άλλα είδη ακτιβισμού, προεξαρχόντων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αγάπης προς το έτερον, το άλλο, το αλλόφυλο. Το πάθος του για παρόμοια ζητήματα εκδηλωνόταν με εξαντλητική επιχειρηματολογία, μέχρι σημείου σύγκρουσης με τους ακροατές ή συνδαιτυμόνες του, αλλά οι ρίζες του είχαν γερά εμπειριστικά, «αγγλοσαξονικά» θεμέλια. Σε ένα έξοχο αντιμανιφέστο της συλλογής αυτής με τίτλο «Γιατί δεν γράφω ποίηση» εξηγεί με βιτριολικό χιούμορ γιατί είναι αρνητής της μετριοκρατίας, γιατί πιστεύει αποκλειστικά στη μέθεξη με τα μεγάλα έργα και γιατί οι επαναστάσεις στην ποιητική τέχνη μοιάζει να έχουν εξαντληθεί. Είναι γι’ αυτό που αναζητούσε την πραγματική ποίηση σε άλλες λογοτεχνικές μορφές. Είμαι βέβαιος ότι βαθιά μέσα του θα χαιρόταν τη στιγμή της διάψευσης αυτού του σκεπτικισμού του, μιας και κατά τον Τόμας Κουν το κύριο χαρακτηριστικό των όντως επιστημονικών θεωριών είναι η διαψευσιμότητα: κάποια στιγμή, μια νέα λειτουργική αλήθεια αντικαθιστά την παλιά και η γη από επίπεδη γίνεται στρογγυλή για να καταλήξει ελλειψοειδής εκ περιστροφής, γεωειδές κ.ο.κ.
Σε όποιο παράλληλο σύμπαν κι αν βρίσκεται τώρα, ας είναι βέβαιος ότι θα συνεχίσουμε να τσακωνόμαστε δημιουργικά μαζί του.
Αρης Μπερλής
Κριτικά Δοκίμια ΙΙ
Εκδ. Υψιλον 2017, σελ. 268
Τιμή: 14 ευρώ