Να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κάθε βιβλίο έχει τον τρόπο του να αυτοσυστήνεται. Και η ρητή αναφορά του Θωμά Ψύρρα, ότι ο τίτλος του βιβλίου του «Θα βοσκήσω το μαύρο» προέρχεται από έναν στίχο του ποιητή Ν.Δ. Καρούζου (άσχετα αν το «μαύρο» στον δημιουργό των «Πενθημάτων» έχει σαφώς υπαρξιακή διάσταση, ενώ στον Θωμά Ψύρρα μια διφορούμενη σημασία), σε προδιαθέτει ευνοϊκά πριν αρχίσεις να διαβάζεις το βιβλίο. Για να ολοκληρωθεί η εντύπωση μιας αξεπέραστης γοητείας, παρά την τραχύτητα των θεμάτων και μιας, κάποιες στιγμές, εκφραστικής ατημελησίας, όταν τις «βιβλιογραφικές» αναφορές (δεν είναι οι μόνες) όπως η μνεία του Μάνου Χατζιδάκι με το τραγούδι του «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» (το είχε γράψει για την παράσταση του έργου του Αλέκου Δαμιανού «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», στα 1945) ή η παράθεση του ποιήματος «Τα γκωλ-ποστ» του Νίκου Εγγονόπουλου ή η αναφορά του ημερολογιακού βιβλίου του Αγγελου Τερζάκη «Προσωπικές σημειώσεις», τις αισθάνεσαι να ισχυροποιούν σε τέτοιο βαθμό τους αρμούς των διηγημάτων ώστε το καθετί μέσα τους, με όσο ρεαλισμό κι αν κουβαλάει, να αποκτά ταυτόχρονα μια συμβολική διάσταση.
Το εξώγαμο και ο Αρης
Προκύπτει πάντα όταν συγκεκριμένα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα ενσωματώνονται σε μια αφηγηματική εξέλιξη με όση πειθώ και ακρίβεια διατηρούν τα πρόσωπα του «μύθου». Ωστε στον ίδιο ακριβώς βαθμό που στο «Κανένας δεν χάνεται» αρκεί μια ερώτηση της Αμαλίας –προκειμένου να έχουμε ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της –για το αν ο φίλος της πήγε στον ΟΑΕΔ για να βγάλει κάρτα και να μπει στη λίστα για να βρει δουλειά, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι είναι η ίδια «παρατημένο εξώγαμο», το ίδιο επαρκής να παραμένει η μνεία του ονόματος «Αρης» για να καταλάβουμε πως πρόκειται για τον ποιητή Αρη Αλεξάνδρου που έλεγε στη Μακρόνησο «Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος». Είναι πραγματικά αξιοπαρατήρητη η οικονομία όσον αφορά την εσωτερική «πληροφορία» για τους ήρωες των διηγημάτων καθώς κατορθώνεται, παρά τον παφλαστικό ρυθμό της γραφής και ενώ αποθεώνεται η πιο κοινοτοπική εκφορά της γλώσσας, ν’ αναδεικνύεται η παρασημαντική της, σάμπως να χρησιμοποιεί ο Ψύρρας το πιο διατρητικό εκφραστικό εργαλείο. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατον ένα παρελθόν που σχεδόν «ιδεοληπτικά» φτάνει ώς εμάς σε σχέση με τον πόλεμο του ’40 και την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις εξορίες, τη χούντα αλλά και τη δεκαετία του ’80, τη στοιχειωμένη με λαμογιές και κομπίνες, ν’ αποκτά μια περίπου σημερινή μορφή και να διυλίζεται μ’ έναν τρόπο που λειτουργεί πολλαπλασιαστικά σε σχέση με τη σημασία όσων παραλείπονται.
Μια οικονομία που κάνει περιττή κάθε επιπλέον αναφορά είτε πρόκειται για την ταβέρνα του Μιλάνου στον Βόλο –τη δεκαετία του ’50 –είτε για τη Σπεράντζα Βρανά μ’ ένα μπουλούκι στη Λάρισα, το 1943, και τον Κώστα Χατζηχρήστο ως θεατή της παράστασης να πηδάει στη σκηνή (έτσι βγήκε στο θέατρο), όταν έκαναν μπλόκο στο θέατρο οι Γερμανοί για να τον συλλάβουν, είτε για την κουβέντα που ξεστόμισε ο Ζαχαριάδης στις 16 Σεπτεμβρίου του 1949, μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού του Δημοκρατικού Στρατού στο Βελιγράδι «Βάζουμε το όπλο παρά πόδα».
Εστω κι αν με μια δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου αποκαλύπτεται η μοναδική του «αδυναμία», αν βέβαια πρόκειται για αδυναμία και δεν σημαίνει έναν ανανεωμένο προσανατολισμό της διηγηματογραφίας. Κατεξοχήν «πολιτικά» σχεδόν στο σύνολό τους τα δεκατρία διηγήματα του «Θα βοσκήσω το μαύρο», αναρωτιέσαι σε ποιο βαθμό ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής θα είχε τη διάθεση να ιστορήσει περιστατικά τόσο βαθιά και άρρηκτα συνδεδεμένα με τις συνέπειες του Εμφυλίου ή την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις χώρες που τον κυοφόρησαν, αν δεν εμπλεκόταν προσωπικά σ’ αυτά άλλοτε ως άμεσος συμμέτοχος, άλλοτε ως ευαίσθητος απόγονος γεννητόρων που δοκιμάστηκαν σκληρά μέσα στις αντίστοιχες συνθήκες.
Νιώθεις όμως μιαν ανεξήγητη συγκίνηση όταν, διαβάζοντας το διήγημα «Πρόταση γάμου», ακούς τον ήρωά του να λέει «έγινα αριστερός όχι επειδή μελέτησα το “Κεφάλαιο”, αλλά επειδή ένιωσα ότι έπρεπε να είμαι από την πλευρά των αδικημένων», κι αναλογίζεσαι το τι απάντησε μια άλλη «πολιτική» πεζογράφος, η Ελλη Αλεξίου, στον Αλέξανδρο Σβώλο όταν τη ρώτησε, στα 1920, πότε πρόλαβε κι έγινε η ίδια κομμουνίστρια. «Πριν από τον κομμουνισμό» αποκρίθηκε η δημιουργός του «Γ’ Χριστιανικού Παρθεναγωγείου». Με τον φόβο ότι ενδέχεται να σφάλλουμε, αν θα θεωρούσαμε ως αμιγώς πολιτικά πεζογραφήματα το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου ή το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, αλλά και ορισμένα ακόμη μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, είναι γιατί σε κατεξοχήν στρατευμένους πεζογράφους, όπως η Ελλη Αλεξίου, η Μέλπω Αξιώτη, η Λιλίκα Νάκου, ο Γεράσιμος Γρηγόρης, ο Μενέλαος Λουντέμης –ανάμεσά τους και ο Θωμάς Ψύρρας -, το αισθηματικό στοιχείο φαίνεται να βαραίνει απείρως περισσότερο σε σχέση με την πολιτική συγκυρία. Οσο κι αν αναφέρονται μέσα τους τα Τάγματα Ασφαλείας, ο ΕΔΕΣ κι ο ΕΛΑΣ, τις ιστορίες τις αναπολείς, συχνά με τη γλύκα ενός παραμυθιού, σχεδόν σαν να υπήρξαν προνομιούχοι οι άνθρωποι που τις έζησαν.
Το ειδύλλιο δεν φτούρησε
Ενα αισθηματικό στοιχείο ή μάλλον μια αισθηματική εμπλοκή τόσο έντεχνα τεχνουργημένη ώστε χρειάζεται να «βασανιστείς» προκειμένου να ανακαλύψεις στο ίδιο διήγημα, την «Πρόταση γάμου», κάτι που αν και «κλωτσάει», στο τέλος το εισπράττεις ως ένα πραγματικά παρήγορο στοιχείο τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε αισθητικό επίπεδο. Τι εννοούμε ακριβώς: όταν άνθιζαν οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και μια αντίστοιχη άνθιση γονιμοποιούσε τις σχέσεις των ανθρώπων ώστε, εδώ στην Ελλάδα, ο Ακροναυπλιώτης μαζί με μια νεαρή κοπέλα που είχε ενταχθεί ήδη στο κίνημα να στεριώνουν μια οικογένεια και να κάνουν έναν γιο, με την κατάρρευση των χωρών αυτών, στα 1989, να έχει συμπαρασύρει σε βαθιά κρίση τις ανθρώπινες σχέσεις, όταν ο γιος πηγαίνει στη Ρουμανία, το αποτέλεσμα είναι να μη «φτουρήσει» το «ειδύλλιό» του με την Αννα Ντουμιτρίου, τη φοιτήτρια της Ιατρικής που εργάζεται πλέον ως «συνοδός» για να τα βγάλει πέρα.
Θωμάς Ψύρρας
Θα βοσκήσω το μαύρο
Εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 280
Τιμή: 15,50 ευρώ