Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε –τον περασμένο Οκτώβριο –η τελευταία συλλογή άρθρων του Μάρτιν Εϊμις «The rub of time» (Jonathan Cape), η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη. Ηταν ζήτημα χρόνου να εμφανιστούν επαινετικές μονογραφίες (στον «φίλα προσκείμενο» «New Yorker» ο Τόμας Μαλόουν υπέγραψε το κομμάτι «Ο σουπρεματιστής του στυλ») έως εικονοκλαστικοί τίτλοι: ο Φίλιπ Μάθιους υπέγραψε στο spinoff (της ερευνητικής δημοσιογραφίας) κομμάτι με τον τίτλο «Ο συγγραφέας ξεθυμαίνει όσο μεγαλώνει: η θλιβερή πτώση του γερο-Μάρτιν Εϊμις».
Και να σκεφτεί κανείς ότι για τον 69χρονο Εϊμις η ηλικία –ο χρόνος, αν προτιμάτε κάτι μυθιστορηματικό –είναι η συγκολλητική ουσία μέσα στη συλλογή του, η οποία περιλαμβάνει από λογοτεχνική κριτική και νεκρολογίες για την Νταϊάνα και τον φίλο του Κρίστοφερ Χίτσενς ώς τη συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Τουρνουά Πόκερ στο Λας Βέγκας (2006) και τις πρώτες σκέψεις για τον Τζέρεμι Κόρμπιν του αγγλικού Εργατικού Κόμματος («με ελλιπή εκπαίδευση, χωρίς χιούμορ και συναίσθηση της εθνικής ψυχής»). Από τον τίτλο του βιβλίου ώς τα σχόλιά του για την επιρροή των λογοτεχνικών του ηρώων, ο χρόνος είναι το άγιο δισκοπότηρο πίσω από τους αφορισμούς, τις καλογυαλισμένες προτάσεις και τη στοχαστική πρόζα. «Αυτό είναι το βρώμικο μυστικό της σύγχρονης λογοτεχνίας» γράφει στο πρώτο άρθρο για τον Ναμπόκοφ. «Οι συγγραφείς πεθαίνουν δύο φορές: τη μία όταν χάνουν το σώμα τους και τη δεύτερη όταν χάνεται η γλώσσα». Είναι σαν ν’ ακούει κανείς τον αντίλαλο από τα –μάλλον φυσιολογικά –ερωτήματα του ίδιου του Εϊμις: με διαβάζουν ακόμη οι νέοι; Θα με διαβάζουν σε δέκα χρόνια; Πόσα από τα μυθιστορήματά μου θα αντέξουν στην τριβή του χρόνου;
Από την britpop στα social media
Γνήσιο τέκνο της εποχής που η britpop επέβαλλε αξίες στη φρενίτιδα των ταμπλόιντ εφημερίδων και καθιέρωνε τους συγγραφείς ως διασημότητες που μπορούσαν να γράψουν επί παντός επιστητού, ο Εϊμις ανήκει ήδη σε μία άλλη. Ανήκει στην εποχή που ο Τύπος και τα social media αναμένουν από τους συγγραφείς να ξεκινήσουν έναν «πόλεμο». Και ο Εϊμις σπεύδει να αποδεχθεί αυτές τις προβολές επάνω του: είτε είναι για την ισλαμοφοβία είτε για τις σχέσεις Βρετανίας – ΗΠΑ είτε για τον Τραμπ. Ειδικά για τον τελευταίο έχει κι έναν λόγο παραπάνω, όπως φαίνεται από το κομμάτι του 2016 για το «Harper’s», όταν ο Τραμπ έπαιρνε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών: «Συναισθηματικά πρωτόγονο και διανοητικά βάρβαρο, το μανιφέστο του θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες ένα άρρωστο αστείο –εάν δεν υπήρχε ένα βαθύτατα ανησυχητικό φαινόμενο. Αρκετά συχνά οι Αμερικανοί νιώθουν την ανάγκη να ηρωοποιήσουν έναν εντελώς ανεπίγνωστο…».
Ο αμερικανός πρόεδρος δεν είναι το μόνο όνομα που τραβάει αμέσως το βλέμμα του αναγνώστη στο εξώφυλλο του τόμου (και, ομολογουμένως, δεν αντιστοιχεί στο πλέον ενδιαφέρον άρθρο). Ο Σολ Μπέλοου –ο μεγαλύτερος ήρωάς του, με τον Τζον Απντάικ να ακολουθεί –συνυπάρχει με τον Τζον Τραβόλτα. Παρεμπιπτόντως, αυτό το όνομα αντιστοιχεί σε ένα από τα καλύτερα κομμάτια της συλλογής. Ο Εϊμις συναντάει τον ηθοποιό μετά το «Pulp fiction» και πριν από το «Πιάστε τον κοντό», στο μεταίχμιο του 1995 που φαινόταν να του χαρίζει μια δεύτερη καριέρα (κάτι που δεν συνέβη τελικά). Είναι σε σημεία όπως αυτό που ο μυθιστοριογράφος του «Βέλους του χρόνου» (Νεφέλη, 1995), της «Πληροφορίας» (Πατάκης, 1998) και του «Χρήματος» (Πατάκης, 1999) δεν ξεχωρίζει από τον δοκιμιογράφο: «Βρισκόμουν μπροστά στον Τραβόλτα, ο οποίος μου τράβηξε το παλτό απ’ τους ώμους, το έβαλε ο ίδιος σε μια κρεμάστρα και με κοίταξε με τα βαθυγάλανα μάτια του που θυμίζουν την έκφραση “απερίσπαστη προσοχή”. Τα μάτια των ηθοποιών δεν κλείνουν εκτός εάν ο ηθοποιός δώσει την εντολή. Και τα μάτια του Τραβόλτα δεν έκλειναν. Ηταν σαν να βρισκόμουν μπροστά σε ένα πόστερ του Γουόρχολ –έναν “Μάο” ή έναν “Ελβις”. Ηταν σαν να έπεφτα πάνω στον Τζέιμς Ντιν ή τον Τζίμι Χέντριξ. Νιώθεις ότι ο Τζον Τραβόλτα είναι τόσο εμβληματικός που τον νομίζεις νεκρό. Αλλά δεν είναι: όχι πια».
Ολα για το στυλ
Για τον Εϊμις το στυλ της πρόζας είναι η ίδια η πρόζα. Ακόμη και η περιγραφή του θέματος έρχεται δεύτερη. Σημασία δεν έχει τι θα πει, αλλά πώς θα το πει, ακολουθώντας το αξίωμα του Ναμπόκοφ. Γι’ αυτό και οι αυστηροί, κοφτοί αφορισμοί του (μην ξεχνάμε ότι «σνομπ» είναι πιθανότατα η πιο συχνή κατηγορία εναντίον του) λειαίνουν το έδαφος για τις επιθέσεις από τους συνένοχους αγγλοσάξονες δημοσιογράφους που λατρεύουν να τον μισούν. Μοιάζει σαν να δίνεις το μαχαίρι σε κάποιον για να κόψει το βούτυρο, όταν γράφεις: «Οταν λέμε ότι αγαπάμε το έργο ενός συγγραφέα… υπερβάλλουμε πάντα. Αυτό που εννοούμε στην πραγματικότητα είναι ότι αγαπάμε περίπου το μισό του έργο. Η γιγαντιαία παρουσία του Τζόις συνδέεται ολοκληρωτικά με τον “Οδυσσέα”, με λίγη βοήθεια από τους “Δουβλινέζους”… Κάθε σελίδα του Ντίκενς περιέχει μια παράγραφο για προθέρμανση και μια παράγραφο για οπισθοχώρηση…».
Αν η γενίκευση ισχύει, αφορά και τον εμπνευστή της. Αποτιμώντας το λογοτεχνικό ύφος των αγαπημένων του συγγραφέων ο Μάρτιν Εϊμις αυτοβιογραφείται. Οπως κάθε κριτικός της εποχής του –ιδιοσυγκρασιακός, άνισος, ναρκισσιστής –που σέβεται τον εαυτό του. Και όπως κάθε συγγραφέας που δεν μπορεί να αποχωριστεί τους αναγνώστες του. «Ο συγγραφέας ξεθυμαίνει όσο μεγαλώνει. Η πιο τρομακτική μοίρα είναι η απώλεια της ικανότητας να δίνεις ζωή στο δημιούργημά σου… Αλλοι συγγραφείς απλώς χάνουν τον έρωτά τους με τους αναγνώστες: κάτι που ίσχυε για τον Τζέιμς και για τον Τζόις (ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφερόταν και τόσο για τον αναγνώστη όσο για τις λέξεις). Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Απντάικ…». Οπου Απντάικ, μπορείτε να διαβάσετε και Εϊμις.