Μια φωτογραφία τραβηγμένη πριν από 67 χρόνια, σε μια πόλη που έχει γίνει συνώνυμη του ποιητή Κ.Γ. Καρυωτάκη, με θέμα την αποκατάσταση του βομβαρδισμένου λιμανιού της, πώς άξαφνα αφυπνίζει μνήμες από τη ζωή άλλων επαρχιακών πόλεων, ακόμη και προγενέστερων εποχών; Είναι ακριβώς γιατί τόσο σοφά ο πεζογράφος Σπύρος Μπρίκος αναφέρει, δίκην μνημοσύνου, ένα προς ένα, τα ονόματα όσων βρίσκονταν μέσα στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας όσο κράτησε η «Μάχη της Πρέβεζας». Ενα συνεχές μνημόσυνο άλλωστε στοιχειώνει όλη την Ελλάδα.

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΠΡΙΚΟΥ

Υπάρχουν στιγμές που μια ασπρόμαυρη εικόνα διεισδύει στο ήδη υπάρχον οπλοστάσιο εικόνων της μνήμης κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δίνει σπινθήρα έναρξης ενός κινηματογραφικού φιλμ. Σαν ένα ξεχασμένο ή αποκομμένο καρέ που, αν τοποθετηθεί στη σωστή του θέση, η προβολή της ιστορικής ακολουθίας θα παύει να είναι μια σκόπιμη ασυνέχεια ή μια βολικά αποσπασμένη, απομονωμένη πραγματικότητα.

Στην παραπάνω ασπρόμαυρη φωτογραφία που τραβήχτηκε το 1951 απεικονίζεται η αποκατάσταση του βομβαρδισμένου λιμένος της Πρέβεζας. Οι καταστροφές πραγματοποιήθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από ιταλικά και γερμανικά αεροπλάνα καθώς και από ανατινάξεις με δυναμίτη των ίδιων των Γερμανών κατά την αποχώρησή τους από την Πρέβεζα. Αυτά περιγράφονται κάπως αδρά μέσα από προφορικές αφηγήσεις, καθώς και μέσα από μια –κάπως –επίσημη ιστορική καταγραφή σε αρχεία που ανήκουν στο Λιμενικό Ταμείο Πρεβέζης. Από εκεί μέσα αντλήθηκε – ανασύρθηκε και η συγκεκριμένη φωτογραφία. Ετσι στο καρέ αυτό μνήμης βλέπουμε τους εργάτες στις επάλξεις των έργων ανακατασκευής του βομβαρδισμένου λιμένος Πρεβέζης, όλα να βρίσκονται σε ασπρόμαυρο φόντο και η θάλασσα να γκριζάρει μπροστά στα πόδια τους. Πέτρες σπασμένες, πλάκες μισοβυθισμένες στο υγρό στοιχείο, μία σκάλα να ίπταται από πίσω τους που ενδεχομένως να καταλήγει σε έναν φωτεινό σηματοδότη πάνω σε έναν λεπτό στύλο. Τέλος ένας επιβλέπων με τα χέρια στη μέση σε μικρή απόσταση από αυτούς που βγάζουν τη λάντζα.
Αν παρατηρήσει όμως κανείς το διώροφο κτίριο που δεσπόζει πίσω από τους εργάτες θα καταλάβει από την επιγραφή του πως πρόκειται για το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Είναι ένα οικοδόμημα που επτά μόλις χρόνια πριν τραβηχτεί αυτό το ασπρόμαυρο καρέ μνήμης, δηλαδή το 1944 και συγκεκριμένα τον μήνα Σεπτέμβρη, αυτό το διώροφο κτίριο κοντά στην προκυμαία είχε γίνει το φρούριο είκοσι πέντε μαχητών του ΕΛΑΝ στις ημέρες που κράτησε η Μάχη της Πρέβεζας ή αλλιώς τα Πρεβεζάνικα Σεπτεμβριανά, που ξεκίνησαν αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από την πόλη της Πρέβεζας. Η Εθνική Τράπεζα χτυπήθηκε μανιωδώς από πυρά που κατέφθαναν από το πλησιέστερο κτίριο όπου στεγαζόταν το δημοτικό σχολείο (Θεοφάνειος), καθώς και από μακρινά, δυνάμεων που είχαν στρατοπεδεύσει στον οικισμό Ψαθάκι, με άμεσες βολές βλημάτων πυροβόλου απευθείας στην τράπεζα. Το φρούριο αυτό, η τράπεζα, είχε γίνει ψαροκόκαλο στον λαιμό των δυνάμεων του ΕΔΕΣ και για τις δεκατρείς μέρες που κράτησε η μάχη που απλωνόταν σε όλο το παραθαλάσσιο μέτωπο της Πρέβεζας. Για λόγους καθαρά «εμπλουτισμού» της ατελούς «επίσημης» Ιστορίας του τόπου, αλλά και για επανένωση κάποιων βασικών καρέ του ιστορικού φιλμ και πάντα με αφορμή των ασπρόμαυρη αυτή φωτογραφία, θα αναφέρω καταγράφοντας έναν προς έναν όλους τους μαχητές που βρίσκονταν τότε μέσα στο ιστορικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, όπως ακριβώς τους αναφέρει ο Χριστόφορος Ράπτης στο βιβλίο του «Τα Δύσκολα Χρόνια 1941-1949»: Μήτσος Γεωργίου (Καταραχιάς), Αβραάμ Λεσπέρογλου, Απόστολος Καστάνης, Ευστάθιος Τσούκας, Κώστας Τσούκας, Μιχάλης Νικολαΐδης, Παναγιώτης Τσίντζος, Νίκος Σμπόνιας, Σταύρος Τσουμάνης, Πάνος Πανέλης, Γαβρίλης Τραντέλος, Γιάννης Αθανασόπουλος, Χρήστος Τσούκαλης, Χαρίλαος Ψιλοδημήτρης, Αντώνης Τσακαλώτος, Κώστας Προβατάς, Γεράσιμος Τσουμάνης, Θανάσης Κούκας, Ηλίας Ζώγας, Λευτέρης Λαγγούσης, Ιωάννης Βουτσάκης, Βαγγέλης Πολύζος, Κίμωνας Κονκουρής, Μήτσος Τσούτσιος και Γιώργος Κιτσοπάνος.
Τα παραπάνω ονόματα είναι οι «σκιές» που αγγίζουν τα παράθυρα του ιστορικού κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και που ενσωματώνονται με ακρίβεια στο ασπρόμαυρο φιλμ της πρεβεζάνικης ιστορίας, αφού η «υλική» τους καθαρά διάσταση όσο και αν η «επίσημη» ιστορία τούς γυρνά επιδεικτικά την πλάτη, αποδεικνύεται μέσα από τις «πληγές» της τράπεζας, που δεν είναι τίποτα άλλο από τις ανοιχτές τρύπες στον τοίχο του κτιρίου που μέχρι πρότινος μπορούσες να δεις και να ψηλαφίσεις στον περίπατό σου στην προκυμαία. Σε έγχρωμο βέβαια φόντο. Κάτω από τον σημερινό γαλάζιο ουρανό της πόλης. Στην εν λόγω φωτογραφία δεν φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού.
Στην ασπρόμαυρη όμως αυτή απεικόνιση της αποκατάστασης του βομβαρδισμένου Λιμένος Πρεβέζης, το 1951, στο σημείο ακριβώς που βρίσκονται οι εργάτες, γινόταν μόλις επτά χρόνια πριν η επιβίβαση των τραυματιών στα πριάρια, στις μικρές δηλαδή ψαρόβαρκες που τους μετέφεραν απέναντι στο Ακτιο, για να διακομιστούν στη συνέχεια στο νοσοκομείο της Βόνιτσας προκειμένου να τους δοθούνοι πρώτες βοήθειες ή να νοσηλευτούν. Ο Αβραάμ Λεσπέρογλου εξέπνευσε μέσα στην τράπεζα και ο Μήτσος Γεωργίου(Καταραχιάς) μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος, από το ίδιο ακριβώς σημείο, κατά πάσα πιθανότητα, στην απέναντι όχθη του Αμβρακικού Κόλπου.
Φαίνεται πως περπατώντας αργά στην προκυμαία της Πρέβεζας, είτε με το έγχρωμο φόντο και σε παρόντα χρόνο, είτε με το ασπρόμαυρο φόντο σε χρόνο παρελθοντικό και αφηγηματικό ή μέσα από τα κύματα μνήμης φωτογραφιών όπως αυτή του κατεστραμμένου λιμένος της, δεν θα συναντήσεις μόνον τη «σκιά» του αυτόχειρα ποιητή, που σίγουρα δεν φαίνεται να απασχολεί τους προσηλωμένους εργάτες, είκοσι τρία μόλις χρόνια μετά το φευγιό του. Θα συναντήσεις πρωτίστως ό,τι η ίδια η κοινωνία και η ιστορία της εβδομήντα χρόνια μετά δεν φρόντισε να αποκαταστήσει. Τον επιθανάτιο ρόγχο του Αβραάμ Λεσπέρογλου και τις «τρύπες» στο σώμα του ιστορικού κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας, που ακόμα και η ίδια η φωτογραφία δεν καταφέρνει να απεικονίσει. Οχι επειδή η λήψη της είναι μακρινή, ούτε επειδή το φιλμ δεν είναι ακτινολογικού μηχανήματος, αλλά γιατί μια φωτογραφία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό στιγμιότυπο της ζωής του τόπου και των ανθρώπων του.