Είναι βασικό κεφάλαιο στη μυθολογία της ελληνικής καθημερινότητας. Από το παλιακό, ως λέξη, «κουτούκι» που κορόιδεψε η ποπ κουλτούρα της πρώτης νιότης μας μέχρι τη «μεταταβέρνα» στην εποχή της έκρηξης της νεοελληνικής εστίασης. Και τα meat restaurants, τις ροτισερί και τα γκριλάδικα των ημερών μας με το κρέας νεροβούβαλου, τον μαύρο χοίρο και τη μους φέτας. Ταβέρνες είναι στην ουσία όλα αυτά, κάργα ταβέρνες. Που οι ανάγκες της επιχειρηματικότητας τις τύλιξαν σε άλλου είδους λαδόκολλα, κρατώντας όμως τον πυρήνα. Με λίγες, επί της ουσίας, αλλαγές από το ταβερνείο των Βάλβηδων του Καραγάτση, στο «10», ή από το στέκι του κόμματος των «βαρελοφρόνων».
Στις ταβέρνες έχει γραφτεί ένα είδος μικροϊστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Εκεί όπου, πιτσιρίκια, μας έσερναν οι γονείς μας και καταλήγαμε να παίζουμε με τα χαλίκια, μασώντας, επί δέκα λεπτά, μία μπουκιά μπιφτέκι. (Το καλοκαίρι. Γιατί τον χειμώνα, με το που γυρίζαμε σπίτι, η μάνα μου με έλουζε για να φύγει η τσίκνα από τα μαλλιά μου). Εκεί όπου, για ξεκάρφωμα, συναντιόντουσαν οι αντιστασιακοί στα χρόνια της χούντας. Εκεί όπου στην αρχή της δεκαετίας του 1980 αναβίωσε το ρεμπέτικο. Αλλά κι εκεί όπου διαμορφώθηκε, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, στη δεκαετία του 1930. Ταβέρνες σαν αυτή στην οποία κατέρρεε ο «μεθύστακας» Ορέστης Μακρής. Ή σαν αυτή όπου γινόταν ντίρλα ο Ντίνος Ηλιόπουλος για να πάρει θάρρος στο «Εξω οι κλέφτες». Ταβέρνες νησιώτικες, όπως αυτή όπου τηγάνιζε κεφτέδες η Μάρθα Καραγιάννη στο «Γοργόνες και μάγκες», ή κοσμικές, όπως αυτή στην «Ωραία των Αθηνών» με το χορευτικό του «Μάμπο μπραζιλέιρο» που θα ζήλευε και ο Φελίνι.
Στο YouTube υπάρχει μια σκηνή ταβέρνας από τη δραματική ταινία «Χαμένοι άγγελοι», του 1948, σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Τσιφόρου, με τον Μανώλη Χιώτη να τραγουδά το «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω». Αξίζει να τη δείτε. Ενα τρίλεπτο ντοκιμαντέρ για τους χαρακτήρες και τις μούρες της εποχής.