Δυστυχώς, παρότι αρχικά διαφάνηκαν κάποιες ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια εθνικά επωφελή επίλυση του μακεδονικού ζητήματος στη βάση της εθνικής γραμμής του Βουκουρεστίου, η κατάσταση πλέον φαίνεται ολοένα και δυσκολότερη. Το κύριο πρόβλημα, κατά την άποψή μου, δεν είναι οι αντιδράσεις κάποιων ακραίων κύκλων στις δύο χώρες, αλλά ούτε και τα συλλαλητήρια, στα οποία μετέχουν ασφαλώς και πολλοί καλοπροαίρετοι αλλά παραπληροφορημένοι πολίτες.
Στην πολιτική διαχείριση του ζητήματος πρυτάνευσαν ο καιροσκοπισμός και η μικροπολιτική. Από τη μια η κυβέρνηση, η οποία ναι μεν ορθώς ανέλαβε τη σχετική πρωτοβουλία προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τη διεθνή συγκυρία και την καλή πλέον διάθεση της άλλης πλευράς, πλην όμως στη συνέχεια χάθηκε σε μια πλειάδα άστοχων και πολιτικά ιδιοτελών επικοινωνιακών χειρισμών, που ούτε την εσωτερική της συνοχή διαφύλαξαν αλλά ούτε και συνθήκες εθνικής συνεννόησης καλλιέργησαν. Από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία αντί να επιδείξει εθνικά υπεύθυνη στάση, προτίμησε να επιστρατεύσει σωρεία μικροκομματικών προσχημάτων, παραπέμποντας ουσιαστικά το θέμα στις καλένδες.
Στην αρχή επικαλέσθηκε μια ψευδεπίγραφη δεδηλωμένη, στη συνέχεια ανακάλυψε ότι ο χρόνος δεν είναι κατάλληλος –λες και η πολιτική ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου –και τελικά έθεσε ως απαρέγκλιτο όρο την αλλαγή του Συντάγματος των Σκοπίων. Ολα αυτά δυστυχώς επισκίασαν το βασικό ζητούμενο, που είναι μια πολλαπλά εγγυημένη οριστική διεθνής συμφωνία, για τα τέσσερα κρίσιμα ζητήματα: το όνομα, που δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετο με γεωγραφικό προσδιορισμό, την ιθαγένεια που θα αναφέρεται στο νέο όνομα, την εθνικότητα, που δεν μπορεί να είναι «μακεδονική» (διότι η Μακεδονία είναι γεωγραφικός χώρος με πολλές εθνότητες) και τη γλώσσα, που επίσης δεν μπορεί να είναι σκέτα «μακεδονική».
Αυτά, μαζί με μια ρητή δέσμευση ότι οι τέσσερις αυτές αλλαγές θα περάσουν και στο Σύνταγμά τους, προκειμένου να γίνουν δεκτοί από την Ευρωπαϊκή Ενωση, και με ειδική ερμηνευτική δήλωση της Συμφωνίας, που επίσης θα ενσωματωθεί στο Σύνταγμά τους και δεν θα αφήνει περιθώρια για αλυτρωτικές/ επεκτατικές φαντασιώσεις, θέτουν νομίζω τις βάσεις για μια εθνικά επωφελή και αμοιβαία αξιοπρεπή και εφικτή λύση. Για να επιτευχθεί όμως μια τέτοια λύση, απαιτούνται πλέον πολλές υπερβάσεις. Από τη μια ο Πρωθυπουργός πρέπει να πείσει ότι πράγματι στοχεύει σε εθνική λύση και όχι σε μικροκομματικούς τακτικισμούς, αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες συναινετικές πρωτοβουλίες. Από την άλλη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει να εγκαταλείψει τον σφιχτό εναγκαλισμό του με τον –κατακριτέο κατά τα άλλα –«εθνολαϊκισμό» (που τον φέρνει όλο και πλησιέστερα προς τον Καμμένο), και να δείξει συμπεριφορά πολιτικά στιβαρή και εθνικά υπεύθυνη, ακόμη και κόντρα στο ρεύμα.
Για την υπόθεση Novartis επί της ουσίας πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός, διότι ακόμη δεν έχουμε πλήρη εικόνα των δικογραφιών. Υπάρχει αναμφίβολα ένα σκάνδαλο που βαρύνει προηγούμενες κυβερνήσεις, αυτό των υπερτιμολογήσεων. Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα είναι και πάλι οι χειρισμοί της κυβέρνησης, η οποία έχει ένα μοναδικό ταλέντο να ακυρώνει με την πολιτική νοοτροπία και πρακτική της ακόμη και πρωτοβουλίες με τις οποίες θα μπορούσε να είναι «καβάλα στο άλογο». Το έκανε με τις τηλεοπτικές άδειες, το έκανε με το Μακεδονικό, το κάνει και στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η ποινική ευθύνη υπουργών, σύμφωνα με την κάκιστη συνταγματική διάταξη του άρθρου 86 (που όλο αναθεωρείται και όλο η ίδια παραμένει) είναι αποκλειστικά αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας και της Βουλής, που ασκεί εν προκειμένω δικαστικές αρμοδιότητες. Επομένως η κυβέρνηση είναι αδιανόητο να εμπλέκεται και ο μόνος ρόλος που επιφυλάσσεται στον υπουργό Δικαιοσύνης είναι καθαρά διεκπεραιωτικός. Αρα ούτε ο Πρωθυπουργός δικαιούται να εμφανίζεται σαν ενορχηστρωτής της όλης διαδικασίας ούτε και οι υπουργοί δικαιούνται να εμφανίζονται σαν βαθείς γνώστες της δικογραφίας και πολύ περισσότερο να απειλούν και να προεξαγγέλλουν ποινές.
Λυπούμαι ιδιαίτερα που το λέω, διότι προσωπικά ανήκω στην ευρεία Αριστερά, αλλά αυτή η κυβέρνηση έχει ένα εγγενές πρόβλημα παράκαμψης του κράτους δικαίου και υποβάθμισης της Δικαιοσύνης, η οποία δυστυχώς, με τεράστια και την ευθύνη νυν και τέως ηγεσιών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, βιώνει μια πρωτοφανή κρίση. Θα μπορούσα μάλιστα να πω, χωρίς δισταγμό αλλά και με πόνο ψυχής, ότι η Δικαιοσύνη, παρότι έχει πολλούς άριστους και ακέραιους λειτουργούς, βρίσκεται ίσως στη χειρότερη μεταπολιτευτική στιγμή της. Και μια τελευταία παρατήρηση. Οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται βαθύτατα εξοργισμένοι με τα όσα έγιναν στον χώρο του φαρμάκου από προηγούμενες κυβερνήσεις και κατ’ επέκταση να επιθυμούν την ταχύτερη και βαρύτερη δυνατή τιμωρία των όποιων ενόχων. Φοβούμαι όμως, και μιλάω πλέον διαισθητικά, τόσο ως πανεπιστημιακός όσο και ως δικηγόρος, ότι η ιστορία αυτή θα σέρνεται επικοινωνιακά για μεγάλο διάστημα αλλά επί της ουσίας στο τέλος θα ξεφουσκώσει και θα εξελιχθεί σε φιάσκο, για τα πλείστα τουλάχιστον από τα φερόμενα σαν εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα. Κι αυτό θα επιτείνει ακόμη περισσότερο την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού μας συστήματος, προς όφελος δυστυχώς των αρνητών και των υπονομευτών της δημοκρατίας.