Ο μακαρίτης Βασίλης Μαντούβαλος, ψυχίατρος, καθηγητής Πανεπιστημίου –η πιο χρυσή καρδιά που έχω γνωρίσει στη ζωή μου –συνήθιζε να μού διηγείται παραληρήματα ασθενών του, τηρώντας αυστηρά βεβαίως την ανωνυμία τους. Μου είχε μιλήσει για την κυρία η οποία πίστευε ακράδαντα πως ήταν νόθα θυγατέρα της βασίλισσας Φρειδερίκης και από το Δρομοκαΐτειο βομβάρδιζε με γράμματα τον Κωνσταντίνο προσφωνώντας τον «πεφιλημένε μου αδελφούλη». Για τον κατά φαντασίαν Κυβερνήτη της Ελλάδας, που καθημερινά παρασημοφορούσε νοσοκόμους και γιατρούς με γόπες τσιγάρων και με μασημένες τσίχλες και τους διόριζε σε υψηλά αξιώματα –«εμένα με είχε χρίσει υπουργό Ξηρών Καρπών…». Για έναν άλλον που τον διακατείχε η εμμονή ότι μόλις γυρίσει την πλάτη του, οι πάντες επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια. «Βασανιζόταν φρικτά ο δόλιος! Κατηγορούσε τη γυναίκα του ότι τον απατάει με τον περιπτερά, τον ταχυδρόμο, τον οδηγό του λεωφορείου. Τις κόρες του ότι συνουσιάζονται εν μέση οδώ με άγνωστους διαβάτες. Ακόμα και τη γριά κατάκοιτη μάνα του πως βάζει από την πίσω πόρτα δυο δυο τους πλασιέδες και τους θωπεύει μέχρι ξεζουμίσματος την ώρα που ο ίδιος κοιμάται… Το χειρότερο είναι ότι η γειτονιά τον είχε πάρει χαμπάρι και υποδαύλιζε –για να σπάει πλάκα –τους εφιάλτες του…».
Τον ασθενή εκείνον μού θυμίζουν πολλοί συμπολίτες μας.
Παίρνεις μια κούρσα Κυψέλη – Παγκράτι κι ο ταξιτζής σού αποκαλύπτει σε ρυθμό καταιγιστικό τα άπλυτα των πλούσιων και διάσημων. «Ο τάδε πολιτικός λυσσάει για χρήμα –τον λαδώνουν οι πάντες! Ο δείνα είναι μασόνος –έχω δει βίντεο –φοράει μπέρτα, κρατάει σπαθάκι και ψέλνει στα αρχαία εβραϊκά! Η τραγουδίστρια –αυτή που ακούμε τώρα στο ράδιο –δεν έχει αφήσει επιχειρηματία της νύχτας, διευθυντή καναλιού που να μην τον παρασύρει στο κρεβάτι της! Ετσι ανήλθε…». «Αφού τραγουδάει υπέροχα», ενίστασαι. «Είναι και κούκλα. Τι ανάγκη τους είχε;». Ο ταξιτζής κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, σε θεωρεί βλάκα. «Υπάρχουν κι άλλες κούκλες. Ομως δεν έκαναν παραχωρήσεις…» σου λέει με νόημα.
Η πεποίθηση πως όποιος διαθέτει εξουσία ή κύρος –ακόμα και επιστημονικό –είναι βουτηγμένος στον βούρκο και στη διαφθορά γνωρίζει εδώ και δεκαετίες καταπληκτική απήχηση. Τη διακινούν σκανδαλοθηρικές και «αποκαλυπτικές» εφημερίδες και εκπομπές. Την πλασάρουν δημοσιογράφοι με ύφος ιεροκηρύκων και με ταλέντο στα υπονοούμενα. Τη χρησιμοποιούν ενίοτε πολιτικοί για να χτυπήσουν τους αντιπάλους τους. Την υιοθετεί ασμένως ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης, τα χειρότερα πληροφορημένα και πιο μισαλλόδοξα στρώματα.
Για λόγους ευεξήγητους.
Εάν, αφενός, όλοι οι ισχυροί βυσσοδομούν εις βάρος των χρηστών ηθών και του δημόσιου χρήματος, τότε η λύση στα προβλήματα της χώρας είναι απλούστατη. Θα τους ανατρέψουμε, θα τους χώσουμε –ακόμα καλύτερα –στη φυλακή και θα βάλουμε στη θέση τους κάποιους άλλους, εγνωσμένης τιμιότητας. Με αγνά λαϊκά παιδιά στο τιμόνι η πατρίδα θα πάει ακαριαία πρύμα –ποιος θα της φράζει πλέον τον δρόμο προς τα υψηλά της πεπρωμένα; Ετσι ακριβώς ξιφουλκούσε και η χούντα εναντίον της «φαυλοκρατίας» των εκλεγμένων κυβερνήσεων. Και απεδείχθησαν εν τέλει οι συνταγματάρχες απείρως πιο λιγούρηδες, πιο μπαγαπόντηδες…
Εάν, αφετέρου, η οικονομική, πολιτική, καλλιτεχνική καταξίωση προϋποθέτει την εξαχρείωση, ο άνθρωπος που δεν έχει ποτέ μοχθήσει αληθινά, που περιφέρει απλώς την οκνηρία του, βρίσκει το τέλειο άλλοθι. «Δεν διακρίθηκα» λέει στον εαυτό του «διότι παρέμεινα πεισματικά ακέραιος! Εάν είχα μπει στο παιχνίδι, στο σύστημα, θα με προσκυνούσαν τώρα οι πάντες! Χαλάλι όμως. Θα πεθάνω με το κούτελο καθαρό…». «Είσαι δηλαδή ασυμβίβαστος!» του κάνεις. Χαμογελάει αυτάρεσκα. «Τότε γιατί διάγεις μιαν ολότελα συμβιβασμένη ζωή, λουφάρεις στη δουλειά σου, πλήττεις στο σπίτι σου, αποχαυνώνεσαι μπροστά στην τηλεόραση, κουνάς από πάνω και το δάχτυλο στα παιδιά σου;». Αυτά θα του έλεγες, δεν καταδέχεσαι ωστόσο τα χτυπήματα κάτω από τη μέση, τι λόγος σου πέφτει εξάλλου;
Ο ψυχασθενής που αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως μια αέναη παρτούζα υπέφερε. Ο «υποψιασμένος» πολίτης, ο οποίος καταναλώνει βουλιμικά όλα τα ρεπορτάζ για σκάνδαλα, που χάβει αμάσητη κάθε καταγγελία, ευφραίνεται. Ερμηνεύει απλοϊκά και βολικά το χάλι της Ελλάδας, κυρίως δε το δικό του. Αμφότεροι δηλητηριάζονται.
Κάποιοι πάντοτε βρίσκονται να τους ντοπάρουν. Είτε για να τους κάνουν πλάκα. Είτε, ακόμα χειρότερα, για να τους εκμεταλλευτούν.