Οταν ο κύκλος της φθοράς μεγαλώνει και η αντίστροφη μέτρηση πλησιάζει στο τέλος, η ποινικοποίηση της πολιτικής μπορεί να είναι επακόλουθο που ανοίγει ρήγματα, δημιουργεί συγκρουσιακό σκηνικό και επί της ουσίας αποβλέπει στον περιορισμό των φυγόκεντρων τάσεων και σε μια συσπείρωση δυνάμεων. Οι απέναντι στοχοποιούνται για να βρεθούν πρόσθετα επιχειρήματα για την άλλη πλευρά. Δεν πρόκειται για κατάσταση χωρίς προηγούμενο, αντιθέτως η εν Ελλάδι πολιτική σκηνή πορεύεται με την απειλή εισαγγελέα και Ειδικών Δικαστηρίων επί δεκαετίες.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, ωστόσο, όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες δημιουργούν μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Ακόμη και πίσω από το «βρώμικο ’89» έως την περίοδο της ΑΓΕΤ και του Παντσαβόλτα, αλλά και την εποχή του Βατοπεδίου, εκείνες που καλούνταν να αντιμετωπίσουν το άχθος των προανακριτικών επιτροπών ήταν οι κυβερνήσεις –που έδειχναν αδύναμες πλησιάζοντας στο τέλος της διαδρομής. Τα σκάνδαλα συνόδευαν πλειοψηφίες σε αποδρομή, έστω κι αν οι Προανακριτικές στήνονταν αμέσως μετά την παράδοση εξουσίας. Το ’89 τελείωνε η πρώτη κυβερνητική φάση του Ανδρέα Παπανδρέου, το ’93 η κυβέρνηση του Κώστα Μητσοτάκη βρισκόταν υπό κατάρρευση, το 2008 ήταν εμφανές ότι η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή έπνεε τα λοίσθια. Στη δική της περίπτωση δεν είχε συγκροτηθεί Προανακριτική μόνο και μόνο γιατί η κυβερνητική πλειοψηφία απείχε από την ψηφοφορία στη Βουλή –αυτό κι αν ήταν πρωτοτυπία.
Στην εποχή του Αλέξη Τσίπρα και αυτός ο κανόνας επιχειρείται να ανατραπεί. Μια ελλειμματική κυβέρνηση που μπαίνει στον τέταρτο χρόνο της και αναζητεί πολιτική ανάσα μέσα από δημοσκοπήσεις που ρίχνουν την ψαλίδα κάτω από διψήφια ποσοστά ετοιμάζει Προανακριτική για την αντιπολίτευση –που ετοιμάζει τη δική της επιστροφή. Πρόκειται για αλλαγή μοντέλου το οποίο δεν έχει δοκιμαστεί αλλά μπορεί να οδηγήσει σε ακρότητες και σε ένα άγριο σκηνικό που είναι αμφίβολο εάν είναι διαχειρίσιμο. Κυρίως επειδή σε αντίθεση με το παρελθόν εκείνοι που τελούν υπό δίωξη φαίνεται να έχουν περισσότερο κόσμο. Δεν είναι παράμετρος που περνά απαρατήρητη ούτε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ εάν κρίνει κανείς από τις φωνές στελεχών που προειδοποιούν για τον κίνδυνο να μετατραπεί η Βουλή και η πολιτική ζωή σε ροντέο. Ο συγκρατημένος Νίκος Φίλης ή ο Νίκος Ξυδάκης είναι προφανές ότι έχουν αντιληφθεί το μεγάλο «φαρμάκωμα» πίσω από τις συνταγές της Novartis.
Ο πόλεμος που έχει ήδη ξεσπάσει είναι εξίσου πρόδηλο ότι δοκιμάζει εκ νέου και το δικαστικό σύστημα. Ο ομφάλιος λώρος ανάμεσα στην εκτελεστική και την δικαστική εξουσία δεν θα κοπεί ποτέ παρά τους εκατέρωθεν όρκους της συμβίωσης υπό καθεστώς ανεξαρτησίας. Η ανάμειξη του ενός στο πεδίο του άλλου είναι επίσης μια παλιά ιστορία –ο Κώστας Μητσοτάκης προανήγγειλε κάποτε αποφάσεις του Εκλογοδικείου πριν γίνει η διάσκεψη, ενώ ο γραμματέας του προέδρου του Αρείου Πάγου εισέβαλε σε διασκέψεις δικαστηρίου στην Ευελπίδων την ώρα της απόφασης. Στην εποχή της κυβερνώσας Αριστεράς, ως πρωταγωνιστής μιας ασυνήθιστης επίσκεψης στα χωράφια των δικαστικών λειτουργών βρέθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος –και αυτό είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει ένα βασικό όπλο αντεπίθεσης κάθε στόχου της σκοτεινής δικογραφίας.
Ο νομικός Δημήτρης Τζανακόπουλος θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον για την υπόθεση, αλλά στον Αρειο Πάγο την ημέρα που διαβιβάσθηκε ο φάκελος στη Βουλή βρέθηκε ως βασικό μέλος του κυβερνητικού πυρήνα. Το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση ήθελε ενημέρωση για το χρονοδιάγραμμα των δικαστικών κινήσεων ώστε να προγραμματίσει τις δικές της κινήσεις δεν αρκεί για να ανατρέψει τον βασικό κανόνα για τη «γυναίκα του Καίσαρα». Επιβεβαιώνει, ωστόσο, ότι το Μαξίμου κινείται με προγραμματισμό που καθοδηγεί και τις εξελίξεις. Η επιλογή ενός έμπειρου νομικού όπως ο καθηγητής Νίκος Παρασκευόπουλος για την προεδρία της Προανακριτικής δείχνει ότι στο Μαξίμου είναι προετοιμασμένοι.