«Ο Μάης του ’68 δεν είναι μια ημερομηνία, δεν είναι μια έκφραση, είναι μια εικόνα που ξεχειλίζει από ρομαντισμό και ζωντάνια, ένα όραμα. Το να είσαι διευθυντής ενός περιοδικού εκείνη την εποχή, δηλαδή επικεφαλής μιας ομάδας συνεργατών ίσων με σένα σε κουλτούρα και φιλοδοξία, τι ανάμνηση! Πώς βρεθήκαμε μαζί χωρίς να αναζητήσουμε ο ένας τον άλλο! Ολοι διανοούμενοι, ή που μας ενδιέφερε να γίνουμε διανοούμενοι, ο καθένας με τον δικό του πνευματικό καθοδηγητή, μαρξιστή φυσικά αλλά από διάφορες σχολές, η δική μας ήταν της Φρανκφούρτης».
Τον ερχόμενο Ιούλιο, ο Ζαν Ντανιέλ κλείνει τα 98. Και συνεχίζει να γράφει στο περιοδικό που ίδρυσε, τον Nouvel Observateur που λέγεται σήμερα L’Obs. Και να θυμάται, και να νοσταλγεί, και να οργίζεται, και να συγκινείται. Εζησε βέβαια σπουδαίες εποχές κι είχε σπουδαίους φίλους, όπως τον Καμί ή τον Φουκό.
«Τι περίοδος! Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν χωρίς να το ξέρουμε! Κυβερνούσε ο Ντε Γκολ. Ε, ναι, ο Ντε Γκολ. Μας είχε χαρακτηρίσει “αληταρία”. Περιέργως, όμως, δεν του το κρατούσαμε. Ο Κον-Μπεντίτ και ο Ζεσμάρ δεν αντέδρασαν βίαια. Κατέλαβαν βέβαια τη Σορβόννη. Πήγαμε να τους δούμε, ο Φρανσουά Φιρέ κι εγώ. Ο Φρανσουά δεν ήταν επαναστάτης ιστορικός, ήταν ερωτευμένος με την Επανάσταση. Είχε μάλιστα αδυναμία στον Δαντόν».
Φοβερή εποχή, στ’ αλήθεια.Υμνούσαν την επιθυμία, όχι τον φανατισμό. Ηθελαν να ανοίξουν τα σύνορα, όχι να τα κλείσουν. Δεν δέχονταν καμιά ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας. Και φυσικά γνώριζαν καλά ότι στην επανάσταση υπάρχουν αυτοί που την κάνουν κι εκείνοι που επωφελούνται.
«Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Τι ζούμε σήμερα, αν όχι τον Μάη του ’68 όλων των άλλων, σε όλο τον κόσμο. Μαθαίνουμε κάθε μέρα ότι μια σφαγή αμάχων συντρίβει την επανάσταση που αυτοαποκαλούνταν απελευθερωτική. Ο Μάης του ’68 δεν ήθελε βία. Οι εγκέφαλοί του όμως δεν την απέρριπταν, ονειρεύονταν αντίθετα επαναστατικές ή συγκρουσιακές διαθέσεις στην Ιταλία ή στη Γερμανία. Κι ύστερα υπήρχε ο διάσημος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ, που είχε διακηρύξει ότι “η βία δημιουργεί την ιστορία”. Δεν θα στερούμασταν λοιπόν αυτό που δημιουργεί την ιστορία της επανάστασης. Κι έτσι παραθέταμε περισσότερο Ρόζα Λούξεμπουργκ από Χάνα Αρεντ».
Ισως γι’ αυτό να μην έχουν αρχίσει ακόμη τα επετειακά αφιερώματα. Επειδή οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες –και συντριπτικές. Οχι μόνο για την Ελλάδα των συλλαλητηρίων και της επιστροφής στο «βρώμικο ’89», αλλά και για την ίδια τη Γαλλία όπου ο αέρας δεν είναι ακριβώς απελευθερωτικός. Ενας φόβος διακρίνεται, ένα μούδιασμα, μια αρχή απογοήτευσης. Είναι νωρίς όμως, ο Μακρόν μπορεί τελικά να τα καταφέρει.
«Θυμάμαι τους διορθωτές μας, αναρχοσυνδικαλιστές, ικανούς να απαγγείλουν ανά πάσα στιγμή ιερά κείμενα. Οταν ερχόταν η ώρα να γράψουμε, να ξαναδιαβάσουμε, να διορθώσουμε, να βάλουμε στη σειρά τα κείμενα που συνιστούν ένα περιοδικό, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε στο μυαλό των αναγνωστών, ήταν αυτή μια στιγμή λύτρωσης και υπερηφάνειας. Αυτό ήταν ο Μάης του ’68».
Λύτρωση και υπερηφάνεια, να δύο λέξεις βγαλμένες από το μακρινό παρελθόν.