Ο Μοντεσκιέ στις αρχές του 18ου αιώνα αναρωτήθηκε γιατί η Αγγλία είχε ένα πολιτικό σύστημα πιο δημοκρατικό από αυτό της Γαλλίας. Κατά τον γάλλο φιλόσοφο, ο οποίος ήταν βαθιά επηρεασμένος από τις ιδέες του Διαφωτισμού, η εξήγηση έγκειται στο ότι στην αγγλική περίπτωση διαμορφώθηκαν σταδιακά ισχυρά «ενδιάμεσα στρώματα» (corps intermediaires) μεταξύ μονάρχη και λαού –ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα τα οποία, στην εποχή που έγραφε, λειτουργούσαν ως ανάχωμα στον βασιλικό/κρατικό απολυταρχισμό. Τέτοια αναχώματα, κατά τον Μοντεσκιέ, ήταν πολύ πιο καχεκτικά στην Γαλλία. Αν για τον Μαρξ η κοινωνία των πολιτών (civil society) είναι ο ευρύς, μη κρατικός χώρος όπου η αστική τάξη έχει τη βάση της, για τον γάλλο διανοητή ο όρος «κοινωνία των πολιτών» αναφέρεται σε κοινωνικά στρώματα που αντιστέκονται στον κρατικό επεκτατισμό/δεσποτισμό. Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή της κοινωνίας των πολιτών, δεν είναι οι ελέγχοντες τα μέσα παραγωγής αλλά αυτοί που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας, καθώς και η σχέση των τελευταίων με τον «λαό» που είναι το κέντρο του προβληματισμού. Από αυτήν τη σκοπιά, ισχυρά, σχετικά αυτόνομα από το κράτος και τα κόμματα ενδιάμεσα στρώματα ευνοούν τους δημοκρατικούς θεσμούς κατά δύο τρόπους. Λειτουργούν ως ανάχωμα στον κρατικό επεκτατισμό, ενώ συγχρόνως προστατεύουν τις πολιτικές ηγεσίες από τις αδιαμεσολάβητες λαϊκές πιέσεις για μαξιμαλιστικές λύσεις «εδώ και τώρα» –λύσεις τις οποίες προτείνουν εκ των άνω δημαγωγοί διαφόρων τύπων.
Η επικαιρότητα του Μοντεσκιέ σήμερα
Νομίζω πως η ανάλυση του Μοντεσκιέ μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί το μακεδονικό πρόβλημα παραμένει άλυτο εδώ και 25 χρόνια. Μας βοηθά επίσης να καταλάβουμε γιατί σήμερα όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου αναγνωρίζουν τη γείτονα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Πρόκειται για μια συντριπτική ελληνική ήττα τα αίτια της οποίας οι πολιτικές ελίτ της χώρας αρνούνται να εξετάσουν σε βάθος. Μια από τις πιο βασικές, αν όχι η πιο βασική αιτία αυτής της ήττας, οφείλεται λιγότερο στην ιστορική άγνοια, αχαριστία, απληστία κ.τ.λ. των «ξένων» και περισσότερο στο ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κόμματα και MME δεν έχουν πει την αλήθεια στον κόσμο. Δεν τολμούν δηλαδή –για ιδεολογικούς, ψηφοθηρικούς ή άλλους λόγους –να δώσουν στον μέσο άνθρωπο το μίνιμουμ της πληροφόρησης που είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση μιας σοβαρής και υπεύθυνης στάσης πάνω σε θέματα που τον αφορούν άμεσα. Ετσι αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε φανατικές, εθνοκαπηλικές μειοψηφίες να διαμορφώνουν ανενόχλητες την κοινή γνώμη.
Ποια είναι η αλήθεια, την οποία σίγουρα γνωρίζουν οι κομματικές ηγεσίες, που αποσιωπήθηκε στο Μακεδονικό, αποσιώπηση που οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο; H αλήθεια αυτή έχει να κάνει με το ότι η Μακεδονία δεν είναι μόνο ελληνική –και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι πέρα από την ελληνική υπάρχουν άλλες δύο Μακεδονίες εκτός ελληνικών συνόρων όπου δεν κατοικούν Ελληνες. Μετά τους Βαλκανικούς και τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας μοιράστηκε σε τρία μέρη. H Ελλάδα πήρε το 53%, η Σερβία το 33% και η Βουλγαρία –ως η χώρα που έχασε στους πολέμους –το μικρότερο κομμάτι. Με το να προσπαθούμε να έχουμε το μονοπώλιο του όρου, με το να λέμε πως η Μακεδονία είναι «μία και είναι ελληνική», είτε παραλογιζόμαστε είτε υπονοούμε έναν επεκτατικό αλυτρωτισμό. Υπονοούμε πως πρέπει αργά ή γρήγορα να αποκτήσουμε και τις άλλες δύο μακεδονικές περιοχές που τώρα βρίσκονται σε «ξένα» χέρια. Παρ’ όλο το παράλογο του επιχειρήματος, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών δεν τόλμησε να διαφωτίσει τον λαό, δεν τόλμησε να εναντιωθεί στα φανατισμένα πλήθη που, κάτω από την επιρροή εκκλησιαστικών και άλλων πατριδοκαπηλικών κύκλων, βρίσκονταν σε πλήρες σκότος ως προς το τι ακριβώς διακυβευόταν στο θέμα της ονομασίας.
Ούτε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπόρεσε να αντισταθεί στα μαζικά συλλαλητήρια και στις διάφορες άλλες λαϊκιστικές πιέσεις της εποχής. Απέρριψε το λεγόμενο πακέτο Πινέιρο (που πρότεινε τη σύνθετη ονομασία) ξέροντας πολύ καλά ότι αυτή η απόρριψη θα οδηγούσε σε χειρότερες για τα εθνικά συμφέροντα λύσεις. Τουλάχιστον όμως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μετά το αναπόφευκτο φιάσκο, είχε το θάρρος να αναγνωρίσει το σφάλμα του –πράγμα το οποίο δεν συνέβη με άλλους παράγοντες που ευθύνονταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, για το τελικό αποτέλεσμα. Δεν είδαμε για παράδειγμα ούτε ίχνος αυτοκριτικής από τον χώρο της Εκκλησίας ούτε από τον βασικό αρχιτέκτονα του μακεδονικού φιάσκου, τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος ακόμα και σήμερα εξακολουθεί την άκρως λαϊκιστική ρητορική του.
Η ανάλυση του Μοντεσκιέ περί μη αυτόνομων, ενδιάμεσων στρωμάτων που δηλώνει μια καχεκτική κοινωνία των πολιτών, επηρέασε σημαντικά θεωρίες περί εθνικισμού και λαϊκισμού. Σίγουρα φωτίζει την ελληνική περίπτωση όπου βλέπουμε ένα δεσποτικό κράτος να αποδυναμώνει τα ενδιάμεσα στρώματα μέσω μιας ολοκληρωτικής διείσδυσης στην κοινωνία. Διείσδυσης που επιβάλλει την κομματικοκρατική λογική σε όλους τους θεσμικούς χώρους –από το πανεπιστήμιο και τον αθλητισμό μέχρι τα επαγγέλματα. Σε αυτό το ασταθές, ρευστό πλαίσιο, μισαλλόδοξες «υπερπατριωτικές» ελίτ φανατίζουν τα πλήθη τα οποία στη συνέχεια πιέζουν τις κυβερνήσεις να ακολουθήσουν αυτοκαταστροφικές πολιτικές. Δηλαδή πολιτικές που βλάπτουν τα γενικά συμφέροντα της χώρας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με το Μακεδονικό, με τα μαζικά συλλαλητήρια και τη διαμάχη για την ονομασία.
Η αντίδραση της αντιπολίτευσης
Ο Πρωθυπουργός, αψηφώντας τους ψευτοπαλικαρισμούς του αρχηγού των ΑΝΕΛ, δήλωσε ξεκάθαρα την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας. Πιο πρόσφατα, ο υπουργός Εξωτερικών έδωσε στον κ. Νίμιτς ένα «σχέδιο συμφώνου» το οποίο παρουσίασε στην ηγεσία της ΠΓΔΜ. Το σχέδιο αναφέρεται στα προβλήματα του αλυτρωτισμού, στη σύνθετη ονομασία, στη σλαβική διάλεκτο και θα ισχύει έναντι όλων και στις αλλαγές του Συντάγματος. Το παραπάνω διάβημα φαίνεται να αντικαθιστά το προηγούμενο μακρόσυρτο σχέδιο του «οδοιπορικού», με σκοπό την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για μια προσπάθεια, η τελευταία, για να βρεθεί μια λύση σε ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί τη χώρα για ένα τέταρτο του αιώνα. Αρα, ανεξάρτητα από τα λάθη της κυβέρνησης, όλα τα κόμματα έπρεπε να την υποστηρίξουν. Παρ’ όλα αυτά, η αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ουδέτερη έως αρνητική. Με το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, πως οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις και τα μαζικά συλλαλητήρια έδειξαν πως η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν θέλει ονομασία που να εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία. Αρα, σαν καλός δημοκράτης και πατριώτης, ο πρόεδρος της ΝΔ αναγκάζεται να συμφωνήσει με τη «φωνή του λαού». Αυτό όμως που έπρεπε να πει ο αρχηγός της ΝΔ είναι πως η «φωνή του λαού» δεν είναι γνήσια. Αφού αυτοί που συμμετείχαν στα δύο μαζικά συλλαλητήρια προφανώς δεν ξέρουν πως η άρνηση της σύνθετης ονομασίας θα οδηγούσε σε αρνητικά/καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα: μια τυχόν απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει το μονοπώλιο του όρου «Μακεδονία» θα οδηγούσε στον τερματισμό των διαπραγματεύσεων. Η υπόθεση θα πήγαινε στις ελληνικές καλένδες. Αυτό θα πρόσφερε ένα αναπάντεχο δώρο στη γείτονα χώρα. Η Ελλάδα θα εκλαμβάνονταν ως η κυρίως υπεύθυνη για την αποτυχία και το ελληνικό βέτο θα αποδυναμώνονταν. Αφού οι ΗΠΑ και η ΕΕ θέλουν την ταχεία ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ για γεωπολιτικούς λόγους (αντίσταση στον ρωσικό επεκτατισμό στα Βαλκάνια). Με δεδομένη την κραυγαλέα ανισορροπία δύναμης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και της Ελλάδας, θα βρεθεί τρόπος να αγνοηθεί κάποια στιγμή το ελληνικό βέτο. Αν γίνει αυτό, θα βρεθεί η ΠΓΔΜ εντός της νατοϊκής οργάνωσης χωρίς να αλλάξει το τωρινό status quo. Δηλαδή χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει τον αλυτρωτισμό του Συντάγματος και τη σημερινή ονομασία της.
Συμπέρασμα: η τυχόν υπερίσχυση της μαξιμαλιστικής «υπερπατριωτικής» στάσης οδηγεί με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια σε μια κατάσταση εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που η πλειοψηφία του κόσμου επιθυμεί. Αυτό το συμπέρασμα το γνωρίζουν πολύ καλά όλες οι πολιτικές ελίτ αλλά δεν τολμούν να το πουν ξεκάθαρα στους πολίτες. Γίνονται έτσι οι πολιτικοί έρμαια των πιέσεων που τα συλλαλητήρια δημιουργούν. Αναφορικά δε με το Κίνημα Αλλαγής, αυτό δέχεται, υπό μια σειρά όρων, τη σύνθετη ονομασία. Στέκεται όμως αμήχανο απέναντι στην κυβερνητική στρατηγική.
Τέλος, δυο λόγια για το επιχείρημα πως η ΠΓΔΜ παραλογίζεται, αφού καταφεύγει σε ένα εξωφρενικό, αν όχι γελοίο αλυτρωτισμό. Ομως παρ’ όλο που τα Σκόπια όντως παραλογίζονται, αυτός δεν είναι λόγος να παραλογιζόμαστε κι εμείς, και να υποστηρίζουμε λανθασμένες θέσεις που δεν ταιριάζουν σε μια χώρα που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που έχει πίσω της δύο αιώνες κοινοβουλευτικής δημοκρατικής παράδοσης και η οποία μέσω των επενδύσεών της στην ΠΓΔΜ ελέγχει ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας της.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSE