«Σφίξε την καρδιά σου, Αλέξη. Οποιος θέλει το σκοπό, θέλει και τα μέσα»
ΡΟΔΗΣ ΡΟΥΦΟΣ Η χάλκινη εποχή
Καθυστέρησα να έρθω σε επαφή με το λογοτεχνικό έργο του Ρόδη Ρούφου. Την εποχή της εφηβείας μου, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, δεν μου περνούσε καν από το μυαλό να ξεφυλλίσω συγγραφείς όπως ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Νίκος Κάσδαγλης ή ο Ρόδης Ρούφος. Ηταν απλώς οι συγγραφείς της άλλης πλευράς και μολονότι οι συνομήλικοί μου κι εγώ προτιμούσαμε μάλλον τους αιρετικούς της δικής μας πλευράς παρά τους ορθόδοξους –πληγωμένες αριστερές καρδιές όπως τον Στρατή Τσίρκα, τον Αρη Αλεξάνδρου ή τον Μάριο Χάκκα -, η μεγαθυμία μας δεν ήταν τόσο large ώστε να συμπεριλαμβάνει τους αντιδραστικούς. Δύο δεκαετίες αργότερα, όταν είχα πια βγάλει τις ιδεολογικές μου παρωπίδες –ή έτσι νόμιζα, τουλάχιστον -, η βιοποριστική μου ενασχόληση με τη βιβλιοκριτική (στο «Elle», στο «Esquire», στο «Βήμα», στα «ΝΕΑ») περιόριζε τις επιλογές μου στους τίτλους του εκάστοτε εξαμήνου και οι περισσότεροι από τους δικούς τους τίτλους είχαν πολύν καιρό να επανεκδοθούν. Εντελώς συμπτωματικά έπεσαν κάποιοι στα χέρια μου, όταν έγινε του συρμού οι εφημερίδες να προσφέρουν βιβλία στους αναγνώστες τους, τίτλους – σταθμούς για τη λογοτεχνία μας, αλλά και ξεχασμένους από τον Θεό σε αραχνιασμένα εκδοτικά στοκ. Ετσι ανακάλυψα τη συνταρακτική Πολιορκία του Κοτζιά, δημοσιευμένη πρώτη φορά το 1953, καθώς και Τα δόντια της μυλόπετρας του Κάσδαγλη, μια ανατριχιαστικής ακριβείας μυθιστορηματική μετάπλαση της ενδοκατοχικής αδελφοκτονίας, χρονολογημένη από το 1955, μισόν αιώνα πριν επικρατήσει κι επισήμως στους ακαδημαϊκούς κύκλους η άποψη ότι ο ελληνικός εμφύλιος ξεκίνησε το 1943. Ετσι και τη Χάλκινη εποχή του Ρούφου από το επίσης μακρινό 1960.
Στη Χάλκινη εποχή ο Ρόδης Ρούφος ρίχνει τον προβολέα στον τελευταίο σταθμό του ελληνικού αλυτρωτισμού, τον αγώνα της ΕΟΚΑ για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1950, εάν θεωρήσουμε την κατοπινή ΕΟΚΑ Β’ ως θλιβερή παρωδία της πρώτης, με τη δράση της επικεντρωμένη στην εξόντωση του «εσωτερικού εχθρού» και το παρεπόμενο πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη εναντίον του αρχιεπισκόπου Μακαρίου το 1974 (δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ρούφου, σε ηλικία μόλις 48 ετών) ως ηλίθιο και μοιραίο υστερόγραφο. Ο συγγραφέας γνωρίζει τα γεγονότα που περιγράφει από πρώτο χέρι, καθότι ήταν πρόξενος στην Κύπρο την επίμαχη περίοδο και συνεργαζόταν μυστικά με την ΕΟΚΑ. Η ολοφάνερη συναίνεση και συνεργία του με την ένοπλη εξέγερση εναντίον των Βρετανών δεν τον εμποδίζει να βλέπει και τη σκοτεινή της πλευρά, όπως η ευρωπαϊκή του παιδεία και οι φιλικές του σχέσεις με τους Βρετανούς δεν τον καθιστούν ανίκανο να διαπιστώσει τη μετάλλαξη των χτεσινών συμπολεμιστών του στο αντάρτικο –ο Ρούφος, ως φοιτητής ακόμη, είχε βγει στο βουνό με τον ΕΔΕΣ –στους μετέπειτα στυγνούς αποικιοκράτες, στο «λιοντάρι» της Κοινοπολιτείας που μεταπολεμικά «του βγάζουν ένα-ένα τα νύχια» και ξεσπάει με όλη του τη φονική λύσσα πάνω στους πρώην «μαλθακούς Κυπρίους».
Τα ερωτήματα που θέτει ο Ρούφος ισχύουν στο ακέραιο για κάθε αντάρτικο, πριν και μετά την ΕΟΚΑ. Το αληθινό σκάνδαλο που αποκαλύπτει το βιβλίο είναι πως, όχι μονάχα ότι κάθε εποχή, όσο διαφορετική στις επιμέρους συνθήκες, δίνει τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις, λες και αενάως επαναλαμβάνεται μια αιμοσταγής Μέρα της Μαρμότας, αλλά και ότι τις απαντήσεις αυτές ενστερνίζονται οι κυνικοί αόρατοι πρωταγωνιστές και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, εκείνοι που κινούν τα νήματα, υπερβολικά «ατάραχοι», υπερβολικά «γεωμετρικοί» στον τρόπο που χειρίζονται τις ανθρώπινες ζωές. Ο καλοπροαίρετος κεντρικός ήρωας της Χάλκινης εποχής, ο ελληνοκύπριος καθηγητής Αλέξης Μπαλαφάρας, ανακαλύπτει ότι τόσο ο δικός του καθοδηγητής στην ΕΟΚΑ, με το συνωμοτικό ψευδώνυμο Μάγος, όσο και ο διώκτης του εν είδει βρετανού Ιαβέρη, ο Αποικιακός Σύμβουλος Φιτζγκίμπον, εφαρμόζουν πανομοιότυπα έναν κώδικα ηθικής –την απουσία του κώδικα, για την ακρίβεια. «Είναι όλα αλληλένδετα», εξηγεί στον Αλέξη ο Μάγος. «Μιας και δε μας δίναν την ελευθερία μας με το καλό, έπρεπε να πολεμήσουμε για να την πάρουμε. Η τρομοκρατία ήταν μοιραίο επακόλουθο. Δεν είχαμε εκλογή στα μέσα. Το ίδιο ισχύει για τους Αγγλους. Μιας κι αποφάσισαν να κρατήσουν το Νησί με κάθε τρόπο, κι όσον καιρό δεν αλλάζουν μυαλά, είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν κι αυτοί τρομοκρατικά μέτρα, με όλες τις γνωστές συνέπειες. Δεν είναι ρεαλιστική η αξίωση να διατηρήσουμε καθαρά τα χέρια μας –ή οι Αγγλοι τα δικά τους. Τι θα ‘κανες εσύ, αν ήσουν υπεύθυνος αξιωματούχος σε κατεχόμενη χώρα κι αντιμετώπιζες επανάσταση;».
Ετσι πάει λοιπόν; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα –ο σκοπός είναι τα μέσα –και μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια; Φαίνεται πως έτσι πάει, τουλάχιστον για τους ιθύνοντες, εκείνους που δεν λερώνουν τα χέρια τους εφόσον βρίσκουν πάντα πρόθυμους να λερώσουν τα δικά τους. Στην υπηρεσία αυτού του σκοπού είναι θεμιτή τόσο η εξιδανίκευση του αγώνα για τους Ελληνες όσο και η δαιμονοποίηση του αντιπάλου για τους Βρετανούς. Η αλυτρωτική εξέγερση, σαν αδυσώπητος μεγεθυντικός φακός, διογκώνει υψηλά ιδανικά και ποταπά ένστικτα αδιακρίτως. Η χαρά του ιδεαλιστή και η χαρά του σαδιστή ταυτοχρόνως. Ανανδρα πισώπλατα εγκλήματα κρύβονται κάτω από το χαλί του δίκαιου εθνικού σκοπού, ενόσω αμούστακα σχολιαρόπαιδα οδηγούνται με ψευδομαρτυρίες στην αγχόνη ως φοβεροί τρομοκράτες. Ο συγγραφέας δεν αποσιωπά τίποτε. Το θάρρος του Ρόδη Ρούφου (ενός διπλωμάτη καριέρας που απολύθηκε την 21η Απριλίου) φαντάζει απίστευτο, εάν συνυπολογίσει κανείς ότι όλα αυτά τα γράφει το 1959, την ώρα που οι πληγές δεν έχουν ακόμη επουλωθεί και η κατανόηση της εχθρικής ρητορικής δεν συμπεριλαμβάνεται στις εθνικές αρετές (όχι πως συμπεριλαμβάνεται σήμερα, μην τρελαθούμε και τελείως). Ισως επειδή ο Ρούφος διακρίνεται για την καλλιτεχνική του φερεγγυότητα και επιθυμεί να αναδείξει αληθινούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, όχι προπαγανδιστικά νευρόσπαστα. Ισως κι επειδή, υπάκουος σε μια μακραίωνη ανθρωπιστική παράδοση, δείχνει να καταλαβαίνει τα κίνητρα των ισχυρών, αλλά συμπάσχει μονάχα με τις παράπλευρες απώλειες εκατέρωθεν, τα σφάγια στην κρεατομηχανή. Τον καθιστά άραγε κάτι τέτοιο λιγότερο πατριώτη; Μονάχα σημερινοί άκαπνοι, που παίζουν ναυμαχία στην μπανιέρα τους και ξεχαρμανιάζουν με αλυτρωτικές ασκήσεις επί χάρτου, θα μπορούσαν να προσάψουν ανάλογη ρετσινιά στον παλιό αντάρτη του Ζέρβα.