O Χακίμ Ελ Καουρί, που το 2016 είχε κάνει έκκληση, μαζί με άλλους σαράντα μουσουλμάνους εναντίον του ισλαμικού φονταμενταλισμού (αιγιαλώ λαλείς…) επανήλθε με ένα βιβλίο που έχει τίτλο «Ισλάμ, μια γαλλική θρησκεία». O Ελ Καουρί, προσπαθώντας να μας ανοίξει τα μάτια που κρατάμε πεισματικά κλειστά, αναλύει το πώς και το γιατί στη Γαλλία πληθύνονται οι υπερευσεβείς μουσουλμάνοι ενώ οι γαλλικές κυβερνήσεις τούς παρατηρούν με αμηχανία ή δεν τους παρατηρούν καθόλου. Ο Εμμανουέλ Μακρόν σχεδιάζει «διάρθρωση του Ισλάμ»: τι σημαίνει «διάρθρωση»; Περιμένουμε να μας εξηγήσει. Το πολιτικό λεξιλόγιο, μια συλλογή από ευφημισμούς –όπως, λόγου χάρη, ο όρος «ριζοσπαστικό Ισλάμ» –καταδεικνύουν ανημπόρια, δειλία, ανικανότητα να περιγράψουμε τα φαινόμενα. Το πρόβλημα έχει προχωρήσει· il est trop tard.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Montaigne, oι μουσουλμάνοι που πηγαίνουν στα τζαμιά, τρώνε χαλάλ, προσεύχονται καθημερινά, τοποθετούν τον ισλαμικό νόμο πάνω από τον νόμο του κράτους υπολογίζονται γύρω στα 3.500.000 (έναντι περίπου 1.650.000 πιστών Καθολικών, ο φανατισμός των οποίων είναι διαφορετικής τάξεως). Ο πληθυσμός αυτός διεκδικεί την αντικατάσταση του γσλλικού νόμου από Σαρία. Αλλά, όπως σημειώνει ο Ελ Καουρί, το 80% των εν γένει μουσουλμάνων (8.600.000) εγείρουν απαιτήσεις στην καθημερινότητα: λόγου χάρη, ζητούν να γίνουν χαλάλ τα σχολικά γεύματα, κάτι που παραβιάζει τους κανονισμούς για τη σφαγή των ζώων στη Γαλλία. (Τα περισσότερα σχολεία αποφάσισαν να κάνουν τις σχολικές καντίνες χορτοφαγικές: στρίβειν διά του αρραβώνος). Συγκριτικά με άλλες διεκδικήσεις, το χαλάλ είναι λεπτομέρεια· αλλά υπογραμμίζει ότι το Ισλάμ δεν είναι θρησκεία· είναι ιδεολογία, τρόπος ζωής, πολιτικό πρόγραμμα. Υπό αυτή την έννοια, η απόρριψή του δεν αποτελεί συμπεριφορά μη ανεκτικότητας («μισαλλοδοξίας» όπως λένε, πομπωδώς, οι ορθώς σκεπτόμενοι) αλλά πολιτική αντίθεση· αντιπολίτευση σε ένα διεθνές, σαρωτικό, υπερσυντηρητικό κίνημα.
Ως ιδεολογία γνωρίζει συντριπτική επιτυχία και έχει αναδειχθεί σε ένα είδος ταμπού: όπως παλιότερα, ο χαρακτηρισμός «αντικομμουνιστής» είχε αρνητικές συνηχήσεις (τουλάχιστον για την ευρύτερη αριστερά), έτσι οι πολέμιοι του Ισλάμ θεωρούνται σήμερα μια σύγχρονη εκδοχή του φασίστα, ενώ αλήθεια είναι το αντίστροφο. Κατά κάποιον τρόπο, ο ισλαμοφασισμός νομιμοποιείται, ενώ οποιαδήποτε εχθρότητα απέναντί του καταγγέλλεται ως κολάσιμη. Η ισλαμοαριστερά ―ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς αριστεράς ― αρνείται να δει πώς η κακοήθης ευσέβεια έχει εξελιχθεί σε δυστοπικό όραμα: αμφισβητεί τα στατιστικά στοιχεία περί εξισλαμισμού και υποβιβάζει τη σπουδαιότητα της ένταξης, η οποία είναι, ούτως ή άλλως, σχετική: η Μενέλ Ιμπτισέμ, που πήρε μέρος στο «Τhe Voice», στα κοινωνικά δίκτυα κατηγορεί το γαλλικό κράτος ότι συνωμοτεί εναντίον των μουσουλμάνων: «Τρομοκρατική είναι η Γαλλία,» γράφει, «όχι οι ισλαμιστές». Έτσι, η μουσουλμανική ταυτότητα εκθειάζεται και το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στρεβλώνεται (η αριστερά και οι νεοφεμινίστριες αξιώνουν «το δικαίωμα των γυναικών στην μπούρκα»)· όσο για τις γνωστές ευαισθησίες σχετικά με τον σεξισμό, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, δεν κινητοποιούνται σε ό,τι αφορά τους μουσουλμάνους. Οι μουσουλμάνοι έχουν «δικαίωμα» στο ρατσιστικό μίσος και στη μισογυνία: ο νόμος και οι ηθικές αξίες που ισχύουν για τους υπολοίπους καταλύονται.
Οι οργανώσεις μεταναστών που προσπαθούν να συμφιλιώσουν τους μουσουλμάνους με τους Γάλλους (το σύνθημα είναι, ευλόγως, «ας ζήσουμε μαζί») δεν έχουν καμιά επιρροή ή θεολογικό κύρος. Οι μουσουλμάνοι ακούνε τους ιμάμηδες και τους ισλαμολόγους, τους ινστρούχτορες· ο Ταρίκ Ραμαντάν (της γνωστής οικογενείας των Αδελφών Μουσουλμάνων) έχει, μαθαίνω, 2.000.000 followers στο Facebook, και ο σαλαφιστής ιμάμης της Ζουέ-λε-Τουρ, ο περιβόητος Μοχαμέτ Φρανσουά (Γάλλος που ασπάστηκε το Ισλάμ το 1989) έχει 780.000. Τέτοιες σκοτεινές προσωπικότητες, με περίπλοκα διεθνή δίκτυα, έχουν πείσει τους περισσότερους μουσουλμάνους ότι είναι ιστορικά θύματα των «λευκών», ότι πρέπει να είναι υπερήφανοι για την πίστη και την ταυτότητά τους κι ότι φίλοι τους είναι οι σταλινικοί, οι τροτσκιστές και οι altermondialistes ― οι οποίοι ωστόσο, τους χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς. Το όνειρο είναι παλιό, η στρατηγική επίσης: όταν δεν υπάρχει καταπιεσμένο κοινωνικό στρώμα, απλώς το κατασκευάζεις. Και στη συνέχεια, μέσω αυτού διαβρώνεις το σύστημα προκειμένου να το κατεδαφίσεις και να χτίσεις την ιδανική αυταρχική κοινωνία. Η κοινωνική συνοχή ενδιαφέρει μόνο τους συντηρητικούς και τους μεταρρυθμιστές, όσους δηλαδή επιθυμούν την επιβίωση της δεδομένης κοινωνίας με ή χωρίς τροποποιήσεις.
Η ισλαμική ιδεολογία κερδίζει έδαφος (και εδάφη: μεταφορικά και κυριολεκτικά) προβάλλοντας μια σειρά χαρακτηριστικά που συγκινούν ανώριμους και αμόρφωτους πληθυσμούς, κυρίως νέους: εξέγερση και ανυπακοή (εναντίον του γαλλικού κράτους, του Κατεστημένου, των γαλλικών αξιών τις οποίες εξάλλου ελάχιστα γνωρίζουν)· πολιτικό όραμα (την ισλαμιστική κοινωνία, τον εξισλαμισμένο κόσμο)· ελευθερία στην άσκηση βίας (απελευθέρωση των ενστίκτων, καθαγιασμός του μίσους)· κοινή επιθετικο-αμυντική ταυτότητα και αδελφότητα. Το Ισλάμ προωθεί μια μορφή ανδρικής συνενοχής στη δημιουργία ενός καθεστώτος όπου το Σύνταγμα θα είναι το Κοράνι κι όπου οι άνδρες αδελφοί θα περιφρουρούν ώστε να τηρείται πιστά. Κι όπως κάθε ιδεολογία, το Ισλάμ διαθέτει και συγκροτεί πάνθεον, ήρωες, μάρτυρες· καθώς και το αντίθετό τους: αποστάτες, προδότες, ξεπουλημένους (στον εσώτερο κύκλο)· κάλπικους συμμάχους, συνωμότες και εχθρούς (στον εξωτερικό κύκλο). Όλα είναι βολικά και τελειώνουν στον Παράδεισο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το 30-35% του γαλλικού πληθυσμού ― το επίσημο ποσοστό των μουσουλμάνων στη Γαλλία ― δεν έχει δυναμική ένταξης. Έχει. Απλώς, το γαλλικό μοντέλο ένταξης αναδεικνύει περισσότερο τις παταγώδεις αποτυχίες απ’ όσο τις σιωπηλές επιτυχίες. Αλλά οι αποτυχίες πρέπει να ληφθούν υπόψη: σε μια χώρα όπου ακόμα και τα χριστιανικά σύμβολα (εικόνες, φάτνες, σταυροί) απουσιάζουν (απαγορεύονται στα δημόσια κτίρια) η μουσουλμανική παρουσία είναι κραυγαλέα: οι μουσουλμάνοι βγάζουν τη θρησκεία στον δρόμο ακριβώς επειδή δεν είναι πνευματικό ζήτημα, αλλά πολιτικό. Οι δημόσιες προσευχές της Παρασκευής απαγορεύτηκαν τελικά, με χαρακτηριστική καθυστέρηση, διότι «παρεμπόδιζαν την κυκλοφορία». Μερικοί Γάλλοι, ανάμεσά τους ο Χακίρ Ελ Καουρί, αναρωτιούνται πότε γίναμε κότες· κι αν ήμασταν κότες ανέκαθεν.