Την Πέμπτη το βράδυ, σ’ ένα μικρό γαλλόφωνο βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, ο Πιερ Μοσκοβισί, ο επίτιμος μουσαφίρης μας αυτήν την εβδομάδα, παρουσίαζε το νέο του βιβλίο. Κυκλοφόρησε πρόσφατα, μ’ έναν ωραίο τίτλο, δανεισμένο από μια περίφημη φράση του Γκράμσι: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει, ο νέος αργεί να εμφανιστεί και σ’ αυτό το λυκόφως εμφανίζονται τα τέρατα».
Το βιβλίο είναι κάτι ανάμεσα σε μαρτυρία για τις εμπειρίες του ως υπουργού Οικονομικών του Ολάντ και, κατόπιν, ως ευρωπαίου επιτρόπου, και σ’ ένα πρόπλασμα πολιτικού μανιφέστου για την Αριστερά του μέλλοντος. Η οποία πρέπει –κατά τον Μοσκοβισί –να μην αφήσει την Αριστερά στους εθνικιστές ριζοσπάστες α λα Μελανσόν, ούτε την Ευρώπη στους κεντροδεξιούς α λα Μακρόν. Μια νέα σοσιαλδημοκρατική Αριστερά αρκετά αριστερή, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα ευρωπαϊκή.
Ωραία διατύπωση –αλλά είναι πάντα ευκολότερο να το λες παρά να το πράττεις, όπως απέδειξε η πενταετία Ολάντ. Ωραία διατύπωση, πάντως. Και η συζήτηση θα έμενε εκεί, αν δεν προέκυπτε το ερώτημα πώς χωρά σε αυτήν την αναζήτηση η ελληνική εμπειρία, η εμπειρία Τσίπρα.
Οπου ο επίτροπος άρχισε να αφηγείται τη σχέση του με τον ημέτερο Αλέξη. Οταν επισκέφθηκε ο Τσίπρας τις Βρυξέλλες πριν από τις εκλογές –είπε –εκείνος αρνήθηκε να τον δεχθεί. Τον θεωρούσε επικίνδυνο για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι χειρότεροι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν στο καταστροφικό πρώτο επτάμηνο του 2015, όταν ο τυφώνας Βαρουφάκη προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην Ελλάδα και απείλησε πραγματικά να την ξεθεμελιώσει και να την εκτοξεύσει, όπως ο τυφώνας που έστειλε την Ντόροθι από το Κάνσας στη χώρα του Οζ. Εκτός Ευρώπης, σ’ έναν τόπο πολύ πιο εφιαλτικό από την παραμυθένια χώρα του Οζ.
Μα για τη συνέχεια, ο επίτροπος είχε μόνον καλά λόγια να πει. Για το θάρρος του Αλέξη να εφαρμόσει μια πολιτική εντελώς αντίθετη από εκείνην για την οποία εξελέγη, για τις μεταρρυθμίσεις που ψηφίζει και για την ορθή αντίληψή του πως το πολιτικό του συμφέρον συμπίπτει με το συμφέρον της χώρας στην επιτυχή και δίχως δράματα ολοκλήρωση του προγράμματος.
Ώς εδώ βρισκόμαστε στην περιοχή του αυτονόητου. Η συνέχεια έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Γιατί, στη συνέχεια, ο Μοσκοβισί είπε (το γράφει, άλλωστε στο ελληνικό κεφάλαιο του βιβλίου) πως η διαδρομή του Τσίπρα, η μεταστροφή του, μπορεί να είναι κι ένα τροχιοδεικτικό για την κυβερνώσα Αριστερά στην Ευρώπη. Εκείνην που πρέπει αύριο να είναι πιο αριστερή απ’ ό,τι χθες. Μα που πρέπει, προπάντων, να είναι παθιασμένα ευρωπαϊκή.
Κάπως έτσι, λοιπόν, βλέπουν το πράγμα οι «έξω». Οπως ο ναρκισσισμός του Βαρουφάκη τον κάνει ίνδαλμα μιας εθνικιστικής, αντι-ευρωπαϊκής Αριστεράς που υποδύεται τη ριζοσπαστική (Μελανσόν), έτσι και η χιλιοτραγουδισμένη «κωλοτούμπα» του Τσίπρα, μπορεί να τον κάνει εδώ εύκολο στόχο της ειρωνείας, μα στα μάτια μιας ευρω-σοσιαλδημοκρατίας που βαρέθηκε να χάνει και να συρρικνώνεται τον καθιστά ένα πολύτιμο asset –όπως θα έλεγε και ο ίδιος.
Αλλά η πολιτική είναι πάντα υπόθεση τοπική. Politics is always local –όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση του Ολαντ. Και η θέση του Τσίπρα στο πάνθεον της ευρωπαϊκής Αριστεράς δεν θα κριθεί στα επιεική μάτια των ξένων. Θα κριθεί στα αυστηρά μάτια των συμπολιτών του.
Μένει να δούμε, λοιπόν, αν στη συνείδηση των πολιτών της ελληνικής Centro-sinistra η περιπέτεια του Τσίπρα, η περίφημη «μεταστροφή», θα καταγραφεί στο τέλος ως επίδειξη κυνισμού ή ως ένδειξη πολιτικής γενναιότητας (όπως τη θεωρεί ο Μοσκοβισί). Αν η βαθιά αξιακή ώσμωση με τον ανελικό λαϊκιστικό ανορθολογισμό, στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, θα θεωρηθεί μια θεμιτή παρακαμπτήριος προς την οδό της αριστερής αρετής ή μια ασυγχώρητη παραχώρηση. Αν το ήθος που επιδείχθηκε κατά την άσκηση της εξουσίας (για την ακρίβεια: κατά την επιχείρηση πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου εξουσίας, που όπως κάθε πρωταρχική συσσώρευση περιέχει περισσότερη βία απ’ όση αντέχουν οι ευγενικές ψυχές) θα κριθεί συμβατό με μια Αριστερά που έχει –έστω –λερώσει τα χέρια της στην κουζίνα της εξουσίας. Ας περιμένουμε την ώρα της κρίσεως.
Αλλά, στο μεταξύ, το ερώτημα που κυρίως εκκρεμεί είναι αν η διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, αυτά τα τρία χρόνια, στην καθημερινή πρακτική και την επικοινωνιακή προβολή της, πείθει ότι η ομάδα γύρω από τον Τσίπρα είναι πρόπλασμα του νέου κόσμου που περιμένουμε να γεννηθεί ή απομίμηση του παλαιού. Θα ευχόμουν να είναι το πρώτο. Μα κάθε τόσο κάτι το διαψεύδει: όπως η πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης Novartis, για παράδειγμα. Μοιάζει τόσο πολύ με επανάληψη ενός χιλιοπαιγμένου έργου, όπου άλλο ένα (υπαρκτό πιθανότατα) σκάνδαλο θάβεται κάτω από ένα βουνό πολιτικά κουρδισμένης σκανδαλοθηρίας.