Στο ερώτημα πότε θα αρθούν τα capital controls, κορυφαίος τραπεζικός παράγοντας, πριν από λίγες μέρες, απαντούσε ως εξής: Μόνο όταν ο κόσμος νιώσει ασφαλής ότι δεν κινδυνεύουν τα λεφτά του. Οπως εξηγούσε, ακόμη και αν η Ελλάδα, μετά το τρίτο Μνημόνιο, αποκαταστήσει την πρόσβασή της στις αγορές, θα απαιτηθεί αρκετός καιρός ακόμη μέχρι να επανέλθει στους καταθέτες το αίσθημα ασφάλειας που απαιτείται για να επιστρέψουν τις αποταμιεύσεις τους στις τράπεζες. Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση για να ληφθεί η απόφαση άρσης των κεφαλαιακών περιορισμών. Για να γίνει αυτό όμως, διευκρίνιζε, θα πρέπει να εκλείψει οριστικά ο κίνδυνος πισωγυρίσματος σε καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που έβαλαν τη χώρα στα Μνημόνια. Αλλά, αποκλειστικά υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το πολιτικό προσωπικό της χώρας, οι αποφάσεις του και η πολιτική που θα ασκήσει τα επόμενα κρίσιμα χρόνια.

Πρόσφατα, μετά τη συνάντηση των ελλήνων τραπεζιτών και εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας με τον πρόεδρο της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν στη Φρανκφούρτη, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας με άρθρο του στα «ΝΕΑ» σημείωνε ότι εκείνη η συζήτηση έκλεισε με το εξής συμπέρασμα ενός γερμανού τραπεζίτη: χρειάζονται τουλάχιστον δύο χρόνια για να προσελκύσει μία χώρα επενδύσεις από την ώρα που θα βγει από τα Μνημόνια και οι διαχειριστές ομολόγων να αρχίσουν να την επανεντάσσουν στα πλάνα τους.

Και οι δύο διαπιστώσεις οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια ακόμη προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει στην κανονικότητα, η οποία υπόσχεται η κυβέρνηση ότι θα προέλθει ώς διά μαγείας μετά την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο. Μπορεί το ελληνικό Δημόσιο να βγήκε στις αγορές αυτήν την εβδομάδα, αλλά πλήρωσε επιτόκιο 3,5%, δύο και τρεις φορές υψηλότερο από αυτό που πληρώνουν οι άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Και θα εξακολουθήσει να πληρώνει ακριβότερα όσο τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια θα τιμολογούν ακριβά τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, την ασταθή ανάπτυξη και κυρίως το ρίσκο της χώρας που πορεύεται επικίνδυνα σε συνθήκες ακραίας πολιτικής πόλωσης, μετά και τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην υπόθεση Novartis.
Εως τώρα ήταν γνωστό ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης των δανειστών στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο θέλουν να κρατήσουν τα κλειδιά των αποφάσεων για την ελληνική οικονομία με ένα καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας για το μέλλον. Δυστυχώς, το τοξικό και ακραία διχαστικό κλίμα που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό τους δίνει επιπλέον ακλόνητα επιχειρήματα και ενισχύει τις επιφυλάξεις τους. Αρνητικό μήνυμα στέλνει και στους διεθνείς επενδυτές. Ποιος σοβαρός επενδυτής θα λάβει απόφαση να βάλει τα κεφάλαια του σε μια χώρα όπου έχει κοπεί και ο τελευταίος ιστός συνεννόησης μεταξύ της κυβέρνησης και όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης; Ενα ρήγμα που προδιαγράφεται αγεφύρωτο για την επόμενη μέρα, όταν η χώρα θα έχει ανάγκη από ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής συναίνεσης για να πάει μπροστά.
Οχι ένα ή δύο, θα χρειασθούν πολλά χρόνια ακόμη για την επιστροφή στην πολυπόθητη κανονικότητα.