Ο νέος κύκλος ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής οδηγεί μοιραία σε ακραία πολιτική πόλωση που με τη σειρά της προκαλεί διχαστικές καταστάσεις, στις οποίες για πολλούς φαίνεται ότι θα βασιστεί και ένας εκλογικός σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλλαγή ατζέντας που επιδιώκεται μέσα σε ένα σκηνικό πολιτικής αγριότητας αφήνει προς το παρόν πίσω προβλήματα που η ίδια η κυβέρνηση δημιούργησε, είτε με το Σκοπιανό είτε με την υπεραισιόδοξη –και στα όρια της αυταπάτης –πρόβλεψη περί «καθαρής» εξόδου από τα Μνημόνια. Επιτελικά στελέχη της ΝΔ είναι πεπεισμένα ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να προχωρήσει μέσα σε ένα τέτοιο διχαστικό κλίμα, προβάλλοντας ως νέο εκλογικό αφήγημα κατηγορίες κατά των αντιπάλων του που θα αιωρούνται την ώρα της κάλπης. Ακόμη και η δεδομένη –κατά την πλειονότητα των νομικών –παραγραφή τυχόν αδικημάτων δεν φρενάρισε την κυβέρνηση από το να μιλήσει, πριν καν μάλιστα προχωρήσει η έρευνα, για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους».
Είναι σαφές ότι αυτή η τακτική ακυρώνει οιαδήποτε σκέψη για εθνική συνεννόηση και συναίνεση στα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, είτε στο πεδίο των εθνικών θεμάτων είτε στην οικονομία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη βάλει τέλος σε κάθε σχετική συζήτηση, υψώνοντας τα δικά του αναχώματα σε έναν σχεδιασμό τον οποίο αντιμετωπίζει και ως απόπειρα σπίλωσης μιας ολόκληρης παράταξης. Δεν αποκλείεται δε, αυτή η επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προκαλέσει και τάσεις αντεκδίκησης από τους πολιτικούς αντίπαλους της. Ο Αντώνης Σαμαράς έχει προαναγγείλει μηνύσεις κατά του Πρωθυπουργού και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, ενώ σε κεντρικό επίπεδο η ΝΔ καταγράφει υποθέσεις της κυβερνητικής περιόδου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που θεωρεί ότι πρέπει να πάρουν, έστω μετεκλογικά, τον δρόμο της δικαστικής έρευνας.