Στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος τιμολόγησης, οι όποιες παρεμβάσεις γίνονται στις τιμές των φαρμάκων κάποιας χώρας λειτουργούν όπως το «φαινόμενο της πεταλούδας». Και αυτό διότι δεν επηρεάζουν μόνο τη χώρα αυτή, αλλά και πολλές άλλες ανά τον κόσμο, που τη χρησιμοποιούν ως χώρα αναφοράς για να συντάξουν τον δικό τους, εθνικό τιμοκατάλογο.
Με το… μολύβι
Υπό τα δεδομένα αυτά, η μικρή σε έκταση και κατοίκους χώρα μας λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις αναφορικά με την τιμολογιακή δύναμη που ασκεί εκτός συνόρων, καθώς οι τιμές στην Ελλάδα επηρεάζουν τις τιμές 30 άλλων χωρών εντός αλλά και εκτός Ευρώπης, άμεσα ή έμμεσα.
Πριν από το 2010, όταν η τιμολογιακή πολιτική των φαρμάκων ήταν στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εμπορίου και ενόσω η χώρα μας δεν είχε εισέλθει στον κυκεώνα της κρίσης, αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι τιμές σε κάποιες περιπτώσεις γράφονταν –όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν πηγές του χώρου –«με μολύβι».
Τα Μνημόνια όμως, που επέβαλαν δραματική περικοπή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, οδήγησαν σε ένα ιδιαίτερα «σφιχτό» σύστημα τιμολόγησης. Η τιμή διαμορφώνεται από τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών των χωρών της ΕΕ, επιδιώκοντας ένα αντικειμενικό και αυτόματο πλαίσιο.
Εκείνη την εποχή, η επιτροπή τιμών φαρμάκου πέρασε στο υπουργείο Υγείας, με τους τότε ιθύνοντες των υπουργείων Εμπορίου και Υγείας να συμφωνούν ότι «πρέπει να σπάσει το απόστημα».
Ομως, το νυστέρι στις τιμές προκάλεσε ένα καθοδικό σπιράλ στις τιμές των ίδιων σκευασμάτων που κυκλοφορούν και σε άλλες χώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κερδοφορία της φαρμακοβιομηχανίας σε διεθνές επίπεδο.
Κάπως έτσι, η μικρή Ελλάδα συμπίεζε σημαντικά τα κέρδη του κλάδου της φαρμακοβιομηχανίας στη γειτονική Τουρκία των 80 εκατομμυρίων κατοίκων, ακόμη και στη μακρινή Βραζιλία των περίπου 208 εκατομμυρίων κατοίκων.
Σημαντική λεπτομέρεια είναι η εμπλοκή του ονόματος της Novartis σε σκάνδαλο στην Τουρκία το 2016. Τότε μια «ανώνυμη» πηγή επικαλέστηκε μεταξύ άλλων ότι το μεγαλύτερο «κόλπο» εκεί ήταν η συμφωνία της εταιρείας με τούρκους αξιωματούχους για τη μετονομασία του σκευάσματος Gilenya σε Fingya. Με τον τρόπο αυτόν, όπως ανέφερε η ίδια πηγή, αντιμετωπιζόταν ο σκόπελος της διεθνούς σύγκρισης τιμών που βασίζεται σε εμπορικές ονομασίες.
Η υπόθεση αυτή έκλεισε χωρίς να φτάσει στα δικαστήρια, εντούτοις τα τελευταία 24ωρα έχει χυθεί αρκετό μελάνι (στις δικογραφίες) για το ίδιο σκεύασμα (Gilenya). Και αυτό διότι αποτέλεσε την εξαίρεση στον κανόνα του «παγώματος» εισόδου νέων σκευασμάτων στη θετική λίστα εν μέσω κρίσης.
Ειδικότερα, τον Δεκαπενταύγουστο του 2011 αποτέλεσε το μοναδικό σκεύασμα που έλαβε τιμή, με τους προστατευόμενους μάρτυρες να υπονοούν συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.
Ομως, δεδομένου του ιδιαίτερα ευαίσθητου τομέα της υγείας, οι αποφάσεις συχνά δεν κινούνται στη λογική «άσπρο – μαύρο». Το συγκεκριμένο σκεύασμα αποτελούσε τότε τη μοναδική θεραπεία από το στόμα για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, με τη φαρμακοβιομηχανία και τους συλλόγους ασθενών να αντιδρούν στα μνημονιακά εμπόδια στις καινοτόμες θεραπείες.
Εξίσου σημαντική παράμετρος ήταν και η σειρά που έπαιρνε τιμή ένα σκεύασμα στην Ευρώπη και αντιστοίχως στη χώρα μας. Στην περίπτωση που το «χ» σκεύασμα είχε λάβει τιμή σε μόνο τρεις χώρες (π.χ. Ελβετία, Γερμανία, Αγγλία), η ελληνική τιμή διαμορφωνόταν σε υψηλά επίπεδα, επηρεάζοντας αντίστοιχα και άλλες χώρες ανά τον κόσμο.
Οικονομολόγοι και στελέχη του κλάδου επισημαίνουν στα «ΝΕΑ» ότι η μικρή Ελλάδα αποτελεί πηγή «χρυσού» για το σύνολο της φαρμακοβιομηχανίας για δύο επιπλέον λόγους: την υπερσυνταγογράφηση και την προκλητή ζήτηση. Τα επίσημα στοιχεία περιγράφουν ένα πάρτι δισεκατομμυρίων: η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε από 1,278 δισ. ευρώ το 2000 σε 2,43 δισ. το 2004, ενώ την περίοδο 2005-2009 έφθασε σε 5,1 δισ. ευρώ.
Ακόμη και σήμερα –την περίοδο, δηλαδή, αυστηρής λιτότητας –μπορεί η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να έχει μειωθεί στα 1,945 εκατ. ευρώ, όμως αν προσθέσει κανείς και την ιδιωτική, τότε το σύνολο της δαπάνης σκαρφαλώνει στα 3,9 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται δε ότι η Novartis, που δραστηριοποιείται στη χώρα μας επί δύο δεκαετίες, ηγείται της φαρμακευτικής αγοράς, καθώς το μερίδιό της ξεπερνά το 10%.