Δεν είναι εύκολο να ερμηνεύσεις τη σιωπή. Δεν είναι ούτε όταν η σιωπή σπάει ως «περιβάλλον», «κύκλοι» ή «πηγές». Και είναι ακόμη δυσκολότερο όταν το περιβάλλον, οι κύκλοι ή οι πηγές αυτονομούνται χωρίς και να το λένε ανοικτά. Οταν μιλούν αφήνοντας να εννοηθεί πως την άποψή τους μπορεί να συμμερίζεται και ο βουβός θεός τους, όταν δεν απεκδύονται το κύρος που έχουν δανειστεί από την σιωπή του ως εκπρόσωποί του επί της Γης.
Αν αυτό είναι το μοναδικό σχήμα πλέον που μπορεί να περιγράψει τον Καραμανλή και τους καραμανλικούς, είναι επειδή σε εκείνον αναγνωρίστηκε το σχεδόν μεταφυσικό δικαίωμα να βουβαίνεται μολονότι δρων πολιτικός.
Ο βουλευτής Καραμανλής έχει κατακτήσει το πολιτικό προνόμιο να ακούγεται μόνο στις ονομαστικές ψηφοφορίες της Βουλής, οι μόνες λέξεις που περνούν στον δημόσιο χώρο το έρκος των οδόντων του να είναι ένα «ναι» ή ένα «όχι». Ενώ παράλληλα έχει εκχωρήσει το δικαίωμα στους πιστούς του εκπροσώπους, τους καραμανλικούς, να μιλούν εξ ονόματός του.
Οπως σε όλες τις θρησκείες, όμως, έτσι και σε αυτήν, είναι άλλο ο θεός και άλλο οι εκπροσωποί του, άλλο ο βουβός Καραμανλής και άλλο οι λαλίστατοι καραμανλικοί, ο Βλάχος ή ο Αντώναρος. Εκείνος διά της σιωπής συντηρεί το πολιτικό του κεφάλαιο –περίπου όπως η φορμόλη τα πτώματα. Εκείνοι αναπολούν την εξουσία του –δηλαδή τη δική τους εξουσία. Και δουλεύουν για την ανάστασή του, για την ημέρα που μια δήλωσή τους δεν θα τους οδηγεί στην πυρά του κόμματος ως οσιομάρτυρες ενός τόσο βουβού θεού ώστε καμιά φορά να φοβούνται και οι ίδιοι πως είναι πια εντελώς νεκρός.