Ποιο είναι το πιο παλιό αλλά άλυτο εδώ και χρόνια πρόβλημα της ελληνικής Δικαιοσύνης που οι επιπτώσεις του αγγίζουν πλέον και τους δείκτες των επενδύσεων; Το αρνητικό πρόσημο στους χρόνους απονομής της καθώς χρόνος που απαιτείται για να κλείσει ένας δικαστικός κύκλος κατά γενική ομολογία αποτελεί τη βασικότερη παθογένεια του δικαστικού συστήματος, που αρκετές φορές αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης δεν θεωρείται μόνο αλλά και κατά γενική ομολογία είναι η αχίλλειος πτέρνα της. Ιδιαίτερα σήμερα πια που ο χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης συνδυάζεται ευθέως με την πολυπόθητη ανάπτυξη και κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την οικονομική διάσταση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Για μία ακόμα φορά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ελληνικό δικαστικό σύστημα πηγαίνει με ρυθμούς χελώνας. Και όχι, δεν πρόκειται για το γνωστό μύθο αλλά για σύγχρονη πραγματικότητα. Οι μετρήσεις και οι αριθμοί αποτυπώνουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την παθογένεια του δικαστικού συστήματος.
Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα λοιπόν, για να ολοκληρωθεί η δικαστική εκκαθάριση μιας υπόθεσης στην Ελλάδα απαιτούνται κατά μέσον όρο 1.580 ημέρες, δηλαδή περίπου τεσσεράμισι χρόνια. Επίδοση που κατατάσσει τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στα 47 κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν την ίδια χρονική περίοδο ο αντίστοιχος χρόνος διεκπεραίωσης μίας υπόθεσης στη Βουλγαρία υπολογίζεται ότι είναι 564 ημέρες και στην Αλβανία 523 ημέρες.
Και να σκεφτεί κανείς ότι έχουν υπάρξει υποθέσεις, όπως για παράδειγμα κληρονομικών διεκδικήσεων, που για εκδικαστούν οριστικά και αμετάκλητα χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες!
Η εικόνα γίνεται ακόμα δραματικότερη καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική Δικαιοσύνη συγκεντρώνει τη χαμηλότερη βαθμολογία όσον αφορά τον βαθμό χρήσης τεχνολογιών της πληροφορίας για τη διαχείριση των υποθέσεων και τη δεύτερη χαμηλότερη βαθμολογία στη χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών των δικαστηρίων με τους διαδίκους.
Η οικονομική διάσταση
Η κατάσταση που επικρατεί στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης –γιατί είναι αλήθεια πως η ποιότητα των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο –είναι αποτρεπτική για έναν υποψήφιο επενδυτή, λένε νομικοί επισημαίνοντας το αυτονόητο. Κι αυτό γιατί όπως εξηγούν η πολυετής δικαστική περιπλάνηση μειώνει τον δείκτη της ασφάλειας δικαίου.
Κάθε επενδυτής θέλει να γνωρίζει πως σε περίπτωση δικαστικής αντιδικίας, αυτή θα έχει ολοκληρωθεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Στις περιπτώσεις όμως, εκείνες που για την έκδοση μιας κρίσιμης απόφασης απαιτούνται πέντε ή και περισσότερα χρόνια τότε καθίσταται αδύνατος ο επενδυτικός σχεδιασμός και το επενδυτικό ενδιαφέρον χάνεται.
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης έχει στοιχίσει μάλιστα στη χώρα μας περισσότερα από οκτώ εκατομμύρια ευρώ, καθώς πολλές φορές έχει βρεθεί στη θέση του «απολογούμενου» στο Δικαστήριο του Στρασβούργου για παραβίαση της βασικής διάταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που προβλέπει ότι οι δικαστικές εκκρεμότητες θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου.
Από το έτος 2012 μάλιστα θεσπίστηκε νόμος που προβλέπει διαδικασία διεκδίκησης αποζημίωσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) για του πολίτες που ταλαιπωρούνται από τη Δικαιοσύνη .
Υποστελέχωση και υποδομές
Και ενώ το πρόβλημα είναι γνωστό και τα τελευταία χρόνια έχουν αναληφθεί πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες, εντούτοις λύση ακόμα δεν έχει βρεθεί. Για τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει, η μάχη για τη βελτίωση του χρόνου έκδοσης των αποφάσεων είναι στις άμεσες προτεραιότητές του. Με το θεσμό της διαμεσολάβησης που ψηφίστηκε πρόσφατα αλλά και με την επικείμενη θέσπιση της Δικαστικής Αστυνομίας –πάγιο αίτημα των δικαστικών λειτουργών –επιχειρείται με σύγχρονα πλέον νομοθετικά εργαλεία να δοθεί ώθηση στον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, βασική αναγκαιότητα όπως λένε οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι η αύξηση των οργανικών θέσεων δικαστών, εισαγγελέων και δικαστικών υπαλλήλων, αλλά και η διεύρυνση των υποδομών, δικαστικές αίθουσες και μηχανοργάνωση, που σε συνδυασμό με την αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων, μπορούν να γυρίσουν τον τροχό της ελληνικής Δικαιοσύνης.