Ο Εντι Καρμπόνε, ένας ιταλός φορτοεκφορτωτής στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του ’50, εργάζεται σκληρά για να συντηρήσει τη σύζυγό του Μπέατρις και την όμορφη ανιψιά της Κάθριν. Η ζωή του ανατρέπεται με την άφιξη δύο νεαρών συγγενών της πρώτης, που μπαίνουν παράνομα στη χώρα, φιλοξενούνται στο σπίτι του και ο ένας ερωτεύεται την Κάθριν. Στην ψυχή του Εντι ξυπνά μια καταστροφική ζήλεια, οδηγώντας τον σε ακραίες συμπεριφορές. Η ιστορία του εμβληματικού «Ψηλά από τη γέφυρα» του Αρθουρ Μίλερ ποτέ ώς τώρα δεν είχε παρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο. Κι αυτή δεν είναι η μόνη πρωτιά της επικείμενης παράστασης, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη: πρωταγωνιστής είναι ο Γιώργος Κιμούλης, που επίσης δεν είχε ανέβει μέχρι τώρα στη σκηνή του κτιρίου Τσίλλερ. Η τιμή, λέει στο «Nσυν», είναι διπλή: βρίσκεται εδώ έπειτα από πρόταση του Στάθη Λιβαθινού, τον οποίο εκτιμά ως καλλιτέχνη και διευθυντή, για να υποδυθεί ένα ρόλο ερμηνευμένο επιτυχώς στον παρελθόν από έναν αναμορφωτή του Εθνικού Θεάτρου, τον Νίκο Κούρκουλο.

Πού να αποδώσουμε την καθυστέρηση, τουλάχιστον αυτή που σας αφορά;

Τα έργα που έχω παίξει θα μπορούσαν να είχαν ανέβει στο Εθνικό. Ισως λοιπόν ήταν φυσικό για κάποιους καλλιτεχνικούς διευθυντές να θεωρήσουν ότι προτιμώ να τα ανεβάζω μόνος μου. Μπορεί όμως να μη με ήθελαν ή να μην τους άρεσα.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία και ποια η βαθύτερη φιλοδοξία του Εντι Καρμπόνε;

Φοβάται, αν και μετανάστης, μη χάσει τα κεκτημένα του. Πιστεύει πως η υπόσταση και η ταυτότητά του ορίζονται από τα κεκτημένα του. Ενας μετανάστης, από εκεί που αφήνει πίσω την αγωνία της αποκλειστικής κτητικότητας, την βρίσκει ξανά στον νέο τόπο, γιατί αλλοτριώνεται από τους αυτόχθονες. Οι οποίοι, αντί να παραδειγματιστούν και να απελευθερωθούν κι εκείνοι απ’ την ανάγκη της κτητικότητας, αλλοτριώνουν εκείνον. Ο Εντι συμπεριφέρεται σαν ένας ακραίος αυτόχθων και επιτίθεται σε άλλους μετανάστες.

Εχει χαρακτηριστεί τραγικός ήρωας, άνθρωπος με «τραγικό ψεγάδι». Ο Μίλερ, από την άλλη, έχει γράψει ότι αψεγάδιαστοι είναι όσοι αποδέχονται τη μοίρα τους παθητικά. Μπορούμε να φανταστούμε τον Εντι σαν γενναίο άνθρωπο;

Οχι, βέβαια. Τι σημαίνει αποδέχομαι τη μοίρα μου; Η μοίρα βγαίνει απ’ το μοιράζω. Μοίρα είναι ο τόπος που μας έχει μοιραστεί. Η παθητικότητα, λοιπόν, συνίστανται στο να αδιαφορείς να ιχνηλατήσεις τον τόπο που σου έχει μοιραστεί. Ο Εντι όμως δεν θέλει ή δεν μπορεί να δει. Αρα πώς να ιχνηλατήσει; Παντού σκοτάδι. Ακόμα και το επίθετό του κουβαλάει κάτι μαύρο. Κάρβουνο. Σημαίνει επίσης και τον τζόρα, τον τσαντίλα, τον διαρκώς θυμωμένο. Το μικρό του, Εδουάρδος ή Εντμοντ, σημαίνει αυτόν που φυλάει και προστατεύει. Το υποκοριστικό Εντι δηλώνει την αδυναμία να πετύχει τη φύλαξη και την προστασία. Είναι λίγος. Μέχρι το τέλος εμμένει στην αγωνία της κτητικότητας. Τρεις φορές λέει τη φράση «δικιά μου». Ετσι πεθαίνει. Μ’ αυτήν την έννοια, ναι, θα μπορούσε κάποιος να τον πει τραγικό ήρωα. Ο τραγικός ήρωας είναι εμμονικός.

Αν ακούγαμε σήμερα μια παρόμοια ιστορία, στο πλαίσιο του σύγχρονου προσφυγικού, θα δείχναμε κατανόηση ή αποστροφή;

Αποστροφή. Αν θέλαμε όμως να αναλύσουμε τον χαρακτήρα και τις πράξεις του πιο προσεχτικά, όχι για να τον αθωώσουμε, αλλά για να τον εννοήσουμε, θα εισερχόμασταν στο σκοτεινό τοπίο της επιθυμίας. Κι εκεί όλα επιτρέπονται. Είναι το τελευταίο απόρθητο οχυρό του ανθρώπου. Μιας και η επιθυμία, όσο κι αν προσπαθεί να την εκλογικεύσει, πάντα θα του ξεφεύγει και ευτυχώς θα σώζεται. Γιατί η επιθυμία δεν σχετίζεται με ένα αντικείμενο, αλλά με μια έλλειψη. Αν ο άνθρωπος δεν συμφιλιωθεί με το ότι είναι ένα ον καθορισμένο από μία διαρκή έλλειψη, που καμία κτητικότητα δεν πρόκειται να καλύψει, θα συνεχίσει να λειτουργεί απάνθρωπα.

Εχει ειπωθεί ότι όσα κοινωνικά ζητήματα κι αν λυθούν, όσες ταξικές αντιθέσεις κι αν ξεπεραστούν, αυτό που δεν θα πάψει να γεννά ανταγωνισμούς είναι ο έρωτας. Συμφωνείτε;

Ετσι είναι. Τι συμβαίνει με τον έρωτα; Ο βασικός κανόνας του είναι η μοναδικότητα. Οσο ελευθεριακό και αν είναι το πνεύμα σου, όταν δεις να παίρνει κάποιος άλλος το αντικείμενο του πόθου σου, τρελαίνεσαι.

Στον απόηχο των πρόσφατων σκανδάλων σεξουαλικής παρενόχλησης στο Χόλιγουντ, ο κόσμος μοιάζει χωρισμένος στο αμερικανικό στρατόπεδο και στο γαλλικό. Εσείς;

Μετά τη δύση της απελευθερωτικής λειτουργίας του ’68, βιώνουμε τώρα την ανατολή ενός ακραίου νεοσυντηρητισμού. Στην άνοδό του έχουν συμβάλει πολλά. Κατ’ αρχάς, η γενιά μου έχει κληροδοτήσει τη ματαιότητα μιας πιο ελεύθερης σκέψης. Επειδή εμείς χάσαμε, κληροδοτήσαμε στους νεότερους ένα χυδαίο φαταλισμό. Τους λέμε, λάθος ζούσαμε. Και εκείνοι πείθονται γιατί βλέπουν τη μιζέρια μας χωρίς να ξέρουν πώς ήμαστε πριν. Τι σημαίνει όμως παρενόχληση; Ποιος παρενοχλεί ποιον; Ενας άντρας μια γυναίκα; Μια γυναίκα έναν άντρα; Ενας μεγαλύτερος έναν μικρότερο, ένας ετεροφυλόφιλος κάποιον ομοφυλόφιλο ή και το αντίθετο; Μήπως παρενόχληση υφίσταται όταν ο κατέχων θέση εξουσίας παρενοχλεί κάποιον που τη στερείται; Αν λοιπόν χρησιμοποιείς την ερωτική επιθυμία ως εργαλείο επιβεβαίωσης της εξουσιαστικής σου θέσης, τότε ναι: όποιος, όποια και να είσαι, συμπεριφέρεσαι χυδαία.

Τηρουμένων των αναλογιών, είναι μέρος μιας παρόμοιας συντήρησης και το εθνικό ζήτημα των ημερών;

Αυτό σχετίζεται περισσότερο με την ανάγκη να κατέχουμε τα πάντα και να μην τα κατέχει κανένας άλλος. Το συναίσθημα βέβαια της εντοπιότητας είναι ό,τι πιο σεβαστό υπάρχει. Το να σέβεσαι το σπίτι σου, το χώμα που έπαιζες μικρός, το χωριό σου, είναι σχεδόν ιερό. Το να πεις όμως ότι αυτό το χωριό είναι αποκλειστικά δικό σου είναι βλακώδες.

Εχετε καταλήξει σε κάποιο σιδερένιο κανόνα για τη δημόσια πολιτική στάση των ανθρώπων του πολιτισμού;

Είναι προνομιούχος ένας διανοούμενος –και δεν εννοώ κάποιον σοφό ή στοχαστή, αλλά κάποιον που κερδίζει τα προς το ζην με τις ιδέες του. Αν έχεις αυτό το προνόμιο, λοιπόν, οφείλεις μέρος αυτού να το επιστρέφεις στην κοινωνία. Κι ένας τρόπος είναι να μη σιωπάς όταν καταστρέφονται όσοι αποκαλούνται μη προνομιούχοι.

Δεν έχετε δηλαδή μετανιώσει ποτέ για κάποια δήλωσή σας;

Οχι. Κάποιες δηλώσεις μου έχουν στοιχίσει ακριβώς όσο και κάποιες σιωπές μου. Πέρασε πια η εποχή που οι περισσότεροι από εμάς μιλούσαμε, όπως λέγαμε, μέσα από το καλλιτεχνικό μας έργο κι έξω από το θέατρο γινόταν χαμός.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά την παραίτησή σας από πρόεδρος του ΚΠΙΣΝ, πώς αποτιμάτε εκείνη την απόφασή σας;
Με μία φράση: μέσα σε αυτό τον χρόνο δεν έχει βρεθεί άλλος πρόεδρος. Τι έγινε; Δεν χρειαζόταν πρόεδρος; Τότε ορθώς έφυγα. Δεν δέχεται κανένας άλλος; Πάλι ορθώς έφυγα.

Τρία χρόνια κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: προσπάθησε αλλά δεν του βγήκε ή το παιχνίδι ήταν στημένο;

Πιστεύω ότι ισχύει το πρώτο. Γνωρίζω τους περισσότερους εκεί. Αν κάποιοι αλλοτριώθηκαν από την εξουσία, είναι άλλη ιστορία και άκρως επικίνδυνη για το μέλλον. Θα διαφωνήσω όμως με την αντίληψη που λέει πως κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι θεσμοί κυβερνούν. Πέραν λοιπόν απ’ το ερώτημα αν υπάρχει άλλη λύση –κι εγώ πιστεύω πως ναι, υπάρχει –γεννιέται και ένα ακόμα:θέλουμε μια κυβέρνηση που ενδιαφέρεται όσο μπορεί για τους μη προνομιούχους, έστω κι αν δεν κυβερνά στην ουσία αυτή; Ή θέλουμε μια κυβέρνηση που αδιαφορεί παντελώς γι’ αυτούς;

Για τι δικαιούται να καμαρώνει και από τι πάσχει ο πολιτισμός στη σύγχρονη Ελλάδα;

Ο πολιτισμός έχει ανάγκη από εγγράμματους κυβερνώντες. Μόνο έτσι μπορεί να σχεδιαστεί πολιτιστική πολιτική. Δεν είναι κενή νοήματος η έννοιά της. Ρωτήστε όμως έναν από αυτούς που κυβερνούν τι σημαίνει πολιτισμός. Κι αν σας απαντήσει, τρυπήστε μου τη μύτη.Από κει και πέρα μπορείς να καμαρώνεις για κάποιες μεμονωμένες πράξεις καλλιτεχνών.