Είχαν κάποτε ρωτήσει τη Μάρθα Γκράχαμ πώς αισθάνεται που είναι μπροστά από την εποχή της. Η κορυφαία χορογράφος και χορεύτρια, στην ουσία θεμελιώτρια του σύγχρονου χορού, απάντησε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που είναι μπροστά από την εποχή τους. Απλώς, όταν αυτοί είναι στην εποχή τους, οι άλλοι έχουν μείνει πίσω. Θυμήθηκα την Γκράχαμ με αφορμή την αναφορά στον Σκαλκώτα. Ο κορυφαίος μουσουργός είχε νιώσει την αλήθεια της στο πετσί του βιώνοντας έναν σιωπηρό πόλεμο και έναν κραυγαλέο αποκλεισμό από τους συναδέλφους του που δεν μπορούσαν αλλά και δεν ήθελαν να κατανοήσουν τα έργα του, όταν, μετά τη σταδιοδρομία του στο Βερολίνο, επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον υποτιμούσαν, τον περιφρονούσαν, κάπου έχω διαβάσει ότι δεν του αντιγύριζαν καν τον χαιρετισμό αν συναντιόντουσαν στο προαύλιο της Λυρικής Σκηνής.
Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Γιάννης Παπαϊωάννου περιγράφει αυτήν την κατάσταση ως μια μεγάλη συμπαιγνία από το μουσικό κατεστημένο της εποχής που κώφευε στις νέες μουσικές φόρμες. Απαξιωμένος και απομονωμένος κατέληξε, για να κερδίσει τον επιούσιο, να παίζει βιολί στις τελευταίες θέσεις συμφωνικών ορχηστρών της Αθήνας. Για πολλούς, αυτός ο μαρασμός ήταν και η αιτία του πρόωρου θανάτου του, σε ηλικία μόλις 45 ετών. Με μία παράπλευρη ωφέλεια αφού, ως αντίδοτο στην περιφρόνηση που εισέπραττε, έγραφε πυρετωδώς μουσική.
Κοινή μοίρα για πολλούς πρωτοπόρους ή «διαφορετικούς» δημιουργούς. Οι άνθρωποι γενικώς –και όχι μόνο οι κλίκες –έχουν την τάση να υποτιμούν ό,τι δεν καταλαβαίνουν ή ό,τι δεν τους «χαϊδεύει» ώστε να το αποδεχτούν ως «μοντέρνο». Η δωρικότητα της μουσικής του Βαμβακάρη, για παράδειγμα, είχε μεν κερδίσει την εκτίμηση των μουσικών του ρεμπέτικου αλλά, για να ζήσει, έπαιζε μπουζούκι και έβγαζε πιατάκι στις ταβέρνες. Πώς ανακάτεψα Σκαλκώτα και Βαμβακάρη; Θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει ο Μούτσης. Οτι αυτοί οι δύο σαφώς και δεν έχουν την ίδια μουσική αξία αλλά μπορεί να συγγενεύουν στην ποιότητα.