Η Μύκονος, έτσι όπως τη φαντάζονται και την αναζητούν οι διεθνείς επισκέπτες της σήμερα, οφείλει ένα μέρος από τη φωτεινή ομορφιά της στις γραμμές των ρούχων Parthenis, στις λευκές και μαύρες φανέλες του και στις μεγάλες αφράτες βαμβακερές πετσέτες του. Ηταν ο εξοπλισμός κάθε κοσμοπολίτη παραθεριστή που περνούσε από το σπίτι – κατάστημα του Δημήτρη Παρθένη στην Αλευκάντρα της Χώρας. Εκεί όπου από το 1979 ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο της μόδας και μια διεθνή καριέρα. Ο Παρθένης χώρεσε σε μια μικρή ταμπέλα με το επώνυμό του γραμμένο στα λατινικά, το όραμα της εποχής που ανεδείκνυε διεθνώς τους σταρ σχεδιαστές. Καθώς αγαπούσε τους πειραματισμούς και έδειχνε πάντα ενδιαφέρον για τη θεατρικότητα της εμφάνισης, ο Δημήτρης Παρθένης άδραξε την ευκαιρία των εξελίξεων που δινόταν σε μια διαφορετική ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
Τη δεκαετία του ’80, μεγάλο τμήμα της ελληνικής οικονομίας βασιζόταν στις εγχώριες βιομηχανικές μονάδες υφαντουργίας και τις μικρότερες μονάδες βιοτεχνίας ενδυμάτων και πλεκτηρίων. Η μεγάλη παραγωγή μάλλινων πλεκτών και βαμβακερών ρούχων αποτελούσε σημαντικό τμήμα των εξαγωγών της χώρας. Ολα καλής ποιότητας, στερημένα όμως από την ετικέτα με την υπογραφή ενός διάσημου δημιουργού ή από την απογειωτική γραμμή ενός πρωτοποριακού ντιζάιν. Στοιχεία δηλαδή τα οποία, αν υπήρχαν, θα προσδιόριζαν στην ελληνική μόδα του έτοιμου ενδύματος τους σχεδιαστές της. Υπήρχαν ωστόσο δύο ξεχωριστές περιπτώσεις. Στην ελληνική πλευρά της μόδας οι αναγνωρισμένοι και στο εξωτερικό, με εξαγωγές σε Ευρώπη και Αμερική, ήταν ο Γιάννης Τσεκλένης και ο Δημήτρης Παρθένης. Σχεδιαστές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συλλογές πρετ α πορτέ, εξερευνούσαν ο πρώτος τις δυνατότητες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με τυπωμένα υφάσματα δικής του σύνθεσης και παραγωγής και με τις ανάλογες βιτρίνες σε πολυκατάστημα της 5ης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη, ενώ ο δεύτερος ακολουθούσε τα ρεύματα γεωμετρικής πρωτοπορίας στο ντιζάιν, τα οποία είχε εντάξει άλλοτε στις ασπρόμαυρες αντιπαραθέσεις των ριχτών μοναστηριακής αυστηρότητας κομματιών του και άλλοτε στα σπορ βαμβακερά κομμάτια που προσείλκυαν αγοραστές στα καταστήματά του στο Λονδίνο, στο Κολωνάκι, στη Μύκονο, στη Νέα Υόρκη.
Ετσι ο Παρθένης έφερε από το εξωτερικό προς το εσωτερικό του καταστήματός του στην Τσακάλωφ τη γεωμετρική φουτουριστική πρόταση ντιζάιν που υποστήριζαν τα βαμβακερά του υφάσματα, τα οποία προμηθευόταν από το εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής, καθώς η ποιότητά τους ανέβαζε τη ζήτηση του ιδιαίτερου και άνετου ενδυματολογικού κόσμου των ανδρικών και γυναικείων συλλογών Parthenis. Σήμερα, σε έναν απολογισμό της προσφοράς του στην ελληνική μόδα, τα γεωμετρικά, λιτά βαμβακερά, λινά και μεταξωτά κομμάτια ύφασμα που ο ίδιος τύλιγε με φαντασία πάνω στις κούκλες-μανεκέν στις βιτρίνες της Τσακάλωφ είναι η πιο έντονη ανάμνηση της διαφοράς του. Ο Παρθένης υπήρξε σχεδιαστής ρούχων χωρίς φύλο καθώς αντιλήφθηκε στη δεκαετία του ’80 τα ζητήματα αλλαγής συμπεριφοράς για τη γραμμή των σωμάτων και της ταυτότητας των φύλων. Τα τελευταία χρόνια,η κόρη του Ορσαλία τον διαδέχτηκε, αναλαμβάνοντας τα ηνία του οίκου, ο οποίος με τέσσερα αυτόνομα καταστήματα στην Ελλάδα διατηρεί δίκτυο χονδρικής στην Κύπρο, στον Λίβανο, στο Κουβέιτ, στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι συλλογές του εξακολουθούν να σχεδιάζονται και να παράγονται αποκλειστικά στην Αθήνα.