Το πέρασμα των Αλπεων είχε ανέκαθεν βαρείς συμβολισμούς και καθοριστικές πρακτικές διαστάσεις για τους Γερμανούς. Ο ιταλικός και ο γαλλικός Νότος είλκυσαν στα ιστορικά χρόνια τις παραδασόβιες αγροτικές κοινότητες του Βορρά που εγκαθίσταντο εκεί για να καλλιεργήσουν περισσότερο ηλιόλουστες γαίες. Είλκυσαν και ολόκληρες φυλές που διεκδικούσαν τα πλούτη και τις παραγωγικές δυνατότητες της Ρώμης. Οι Λομβαρδοί, οι Γότθοι, οι Φράγκοι, είτε αθόρυβα, ειρηνικά και συστηματικά είτε μέσω πολεμικών πρακτικών, εισέβαλαν υπό όλες τις δυνατές μορφές εποικισμού ή κατάκτησης, προσεταιρισμού ή ενσωμάτωσης. Αργότερα, και κυρίως μετά την Αναγέννηση, ήταν ο πολιτισμικός πλούτος της Ιταλίας που πήρε τ’ απάνω χέρι. Καλλιτέχνες και συγγραφείς ονειρεύονταν ταξίδια μύησης στη Ρώμη και τη Φλωρεντία, τουλάχιστον τόσο όσο οι προσκυνητές και οι κληρικοί. Ανάμεσά τους ο Γκαίτε που ανήγαγε το πέρασμα των Αλπεων σε τελετουργία και που θεωρούσε το ταξίδι στη ράχη ενός μουλαριού τον καλύτερο τρόπο για να παρατηρεί κανείς απερίσπαστος το φυσικό και ανθρωπογενές τοπίο σε όλη του τη μεγαλοσύνη.
Αρχετυπικές συγκινήσεις
Αυτά μέχρι να φτάσουμε στη σύγχρονη εποχή του μαζικού τουρισμού που πέρασε διάφορες φάσεις μέχρι τη σημερινή απρόσκοπτη διάσχιση των ευρωπαϊκών συνόρων. Εντούτοις, φαίνεται ότι το ατομικό ταξίδι στον Νότο παράγει ακόμη και στις μέρες μας αρχετυπικές συγκινήσεις, αντλώντας από τη μυθολογία, σύγχρονη όσο και παλιά. Οι δύο ήρωες της αφήγησης του Κίρχοφ αποδρούν με έναν απλοϊκό αυθορμητισμό από τη Νότια Βαυαρία για να διασχίσουν τα αυστριακά και ιταλικά σύνορα ώς την Κατάνια και την Ταορμίνα της Σικελίας, σε μια απόπειρα αναζήτησης της νιότης και του έρωτα, «εκεί που δεν το περιμένουν».
Είναι δύο ώριμοι ηλικιακά άνθρωποι, που ζουν μόνοι σε ένα οικιστικό συγκρότημα στις γερμανικές απολήξεις των Αλπεων, έχοντας εγκαταλείψει την αστική ζωή και πουλήσει τις φθίνουσες επιχειρήσεις τους. Ιδιοκτήτες ψαγμένου καπελάδικου εκείνη (ονόματι Λεώνη) και ενός μικρού εκδοτικού οίκου εκείνος (ο Ράιτερ), είναι και οι δυο θύματα της μαζικοποίησης των προϊόντων που άλλοτε διακινούσαν. Στην έτι ευημερούσα Ευρώπη των ημερών μας ζουν ακόμη με κάποιο στυλ, αν και σε σχεδόν απόλυτη απομόνωση, όπως τόσοι και τόσοι ομοειδείς τους, κάνοντας βόλτες ή επισκεπτόμενοι την τοπική λέσχη ανάγνωσης, της οποίας η Λεώνη είναι μάλιστα η συντονίστρια. Ετσι θα έρθει και σε επαφή με τον Ράιτερ, καλώντας τον να παρευρεθεί σε μια δημόσια συζήτηση, ως γνωστό άνθρωπο των γραμμάτων.
Θα αποδειχθεί όντως περίεργη η βραδιά που του χτυπάει το κουδούνι, έπειτα από παρατεταμένους δισταγμούς. Ο Ράιτερ θα αποδεχθεί το δώρο της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ η Λεώνη δέχεται να καθήσει, να πιει το κρασί του και να καπνίσει τα τσιγάρα του. Οι εκμυστηρεύσεις δίνουν και παίρνουν. Αποδεικνύεται ότι η Λεώνη έχει εγκαταλειφθεί από τον πρώην της, πατέρα τής κόρης της. Η νεαρή μάλιστα πήρε τον «κακό δρόμο» και τελικά αυτοκτόνησε κοντά στα τριάντα της. Την τραγική αυτή εμπειρία η Λεώνη την έχει απεικονίσει σε ένα άτιτλο μικρό βιβλίο που ο Ράιτερ δανείστηκε από τη βιβλιοθήκη. Η δική του πάλι τραυματική ανάμνηση έχει να κάνει με την άρνησή του να γίνει πατέρας, κάτι που επέφερε τη ρήξη με την πρώην σύντροφό του. Κατά τα χαράματα, πάντως, αποφασίζουν να ζήσουν μια περιπέτεια –να ανηφορίσουν μέσω της κοιλάδας προς κάποια αυστριακή λίμνη για να δουν μαζί την ανατολή -, αφού καταφέρουν βεβαίως να βάλουν μπρος το παρατημένο και καλυμμένο από χιόνι παλιό κάμπριο BMW της Λεώνης.
Η απογοήτευση
Ετσι αρχίζει το ταξίδι προς τον Νότο. Η αυστριακή λίμνη τούς απογοητεύει, οπότε διασχίζουν τα σύνορα και ταξιδεύουν από σταθμό σε σταθμό της Οτοστράντα, προμηθευόμενοι τις απαραίτητες αλλαξιές, τρώγοντας πρωινό, παίρνοντας έναν άβολο υπνάκο μέσα στο αυτοκίνητο κ.ο.κ., σαν να πρόκειται για το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο. Εχουν ανακαλύψει τη δύναμη της ανάκλησης –σαν να ξαναζούν προγενέστερες εμπειρίες τους. Ο Ράιτερ –διά μέσου του οποίου ο συγγραφέας μάς επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τον μετασχηματισμό τους σε νεότερους φυγάδες –προβάλλει στη σημερινή γερασμένη Λεώνη τα αρχέτυπα καλύτερων εποχών και παρομοίως εισπράττει τις δικές της αντιδράσεις. Είναι άλλωστε αυτός που χρησιμεύει ως ξεναγός, ως γνώστης της Ιταλίας, ενώ η Λεώνη αποδέχεται ευχάριστα τον παθητικό ρόλο του θηλυκού δέκτη. Δεν βλέπουν ο ένας στον άλλο τους περιορισμούς ή τα εξωτερικά σημάδια της ηλικίας. Ξεκλέβουν ματιές στην Αδριατική, στο Ιόνιο, αργότερα στον κόλπο του Τάραντα και στα Στενά της Μεσσήνης (εκεί τοποθετούνται εν είδει μυθικής γεωγραφίας οι ομηρικές Σκύλλα και Χάρυβδη) ζώντας τη φυγή ως έρωτα.
Καθ’ οδόν, ωστόσο, συναντούν το αντίρροπο ρεύμα της ανθρώπινης περιπέτειας: από σταθμό σε σταθμό, ομάδες μεταναστών με τα μπογαλάκια τους βαδίζουν προς το επίκεντρο του ευρωπαϊκού ονείρου, στήνοντας τις σκηνές τους δίπλα σε συνοριακούς σταθμούς ή βενζινάδικα. Ο Ράιτερ μάλιστα, σε μια αυτονόητη επίδειξη ανθρωπιστικού πνεύματος, θα δώσει τα τρόφιμα που μόλις αγόρασαν σε έναν άραβα πάτερ φαμίλια που κατηγορείται από έναν γερμανό τουρίστα ότι έκλεψε το φαγητό του σκύλου. Η επίδειξη του ανθρωπιστικού πνεύματος του ζεύγους όμως θα κορυφωθεί όταν στην Κατάνια της Σικελίας πια (όπου διανυκτερεύουν και κάνουν έρωτα για μία και μοναδική φορά) θα πάρουν υπό την προστασία τους ένα αμίλητο κορίτσι βορειοαφρικανικής μάλλον προέλευσης. Υπό το άγρυπνο βλέμμα των Αρχών θα τη φυγαδεύσουν στην ηπειρωτική χώρα αφού την ταΐσουν, ντύσουν και κοιμίσουν στο δωμάτιό τους, παρά το γεγονός ότι η μικρή αρχικά επιχειρεί να τους κλέψει και δεν δείχνει παραδόξως καμιά διάθεση επικοινωνίας. Στο υπερβολικά καθαρό σχήμα του βιβλίου, έχουν βρει και οι δυο τους υποκατάστατο για τα χαμένα τους παιδιά, αν και στα μάτια του αναγνώστη το κορίτσι δεν μοιάζει ζωγραφισμένο με πολύ υποσχόμενα χρώματα: δεν δείχνει τη στοιχειώδη ευγνωμοσύνη, δεν τους δίνει εικόνα της κατάστασής της και με την πρώτη ευκαιρία την κοπανάει για να βρει τους ομοεθνείς της, με τους οποίους η γλώσσα της πηγαίνει ροδάνι, ενώ ώς τότε παρίστανε τη μουγκή.

Η εσωτερική διερώτηση
Πώς η ζωή γίνεται τέχνη;
Για να κορυφωθεί το κήρυγμα ανεκτικότητας και αποδοχής του Αλλου, ύστερα από έναν άσχημο τραυματισμό στο χέρι του Ράιτερ είναι ένας νιγηριανός μουσουλμάνος, που διαβιοί με την οικογένειά του σε κοντέινερ στο λιμάνι του Ρέτζιο ντι Καλάμπρια, που του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες, χωρίς καν να ζητήσει ανταμοιβή. Ο Ράιτερ και η Λεώνη θα αναλάβουν να τους πάνε βόρεια, η γυναίκα θα τους δώσει μάλιστα τα κλειδιά του σπιτιού της μέχρι να επιστρέψει. Βλέπετε, έχει αποφασίσει να συνεχίσει μόνη της το ταξίδι στον Νότο καθώς πάσχει από μια ανίατη ασθένεια –το αποκαλυπτικό μυστικό της ύστερης αφήγησης που ο ερωτευμένος Ράιτερ δεν ήθελε να δει εξαρχής. Οσο για τον ήρωα και αφηγητή μας, θα αναπολεί την ιστορία διερωτώμενος πώς θα την περιέγραφε σε ένα βιβλίο –πώς δηλαδή η ζωή γίνεται τέχνη. Αυτή είναι άλλωστε και η εναρκτήρια υποθετική διερώτηση του βιβλίου. Γιατί, παρά το ότι η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ο Μπόντο Κίρχοφ δίνει μέσω της εσωτερικής εστίασης ζωή στον ήρωά του. Επιπλέον, σε όλο το βιβλίο μπαίνουμε μέσω του ελεύθερου πλάγιου λόγου στο μυαλό του Ράιτερ, ο οποίος κάθε τόσο διερωτάται πώς θα μπορούσε να μεταφέρει την κάθε συγκεκριμένη εμπειρία της στιγμής στο χαρτί, ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας ή και πώς πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να κρίνει / διασώσει / επιμεληθεί τα βιβλία των άλλων. Αυτή η εσωτερική διερώτηση για τον ρόλο της αφήγησης εμφανίζεται συχνότερα από όσο θα ήταν απαραίτητο, αλλά ο συμπαγής κορμός του βιβλίου πάνω στον διπλό άξονα Βορράς – Νότος ή η περιγραφή της φυγής ως αναψυχή αντιπαραβαλλόμενη με τη φυγή για την επιβίωση δίνει σαφή κατεύθυνση στο έργο σώζοντάς το από το μελόδραμα. Το μοτίβο του ανέφικτου τελικά έρωτα (ή της αποδοχής ότι η ευτυχία μόνο πρόσκαιρη μπορεί να είναι) παράγει συγκίνηση, αν και τελικά το κλάμα που εκμαιεύεται προς το τέλος της αφήγησης από τον αναγνώστη υπερβαίνει την απλή ταύτιση, παραπέμποντας σε έργα του τύπου «Η κυρία με τας καμελίας». Πολύ καλή η μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου σε ένα βιβλίο που παρά τις σχηματοποιήσεις (αλλά και ίσως ακριβώς εξαιτίας τους) απεικονίζει τα πολιτικά σχίσματα της σύγχρονης Ευρώπης περί το Μεταναστευτικό, τους εθνικισμούς και όχι μόνο.

Bodo Kirchhoff

Οταν δεν το περιμένεις

Mτφ. Δέσποινα Κανελλοπούλου

Εκδ. Αιώρα, 2017, σελ. 268

Τιμή: 14,80 ευρώ