Γράφει, σκάβοντας ένδον. Οι δηλώσεις ενίοτε απηχούν νιτσεϊκή αλκή. Οπως φέρ’ ειπείν: «Ο άνθρωπος είναι ικανός να κάνει εκείνο που είναι ανίκανος να φανταστεί. Το κεφάλι του οργώνει το γαλαξία του παράλογου». Κι ακόμα: «Η αιωνιότητα δεν είναι και πολύ μεγαλύτερη από τη ζωή». Γράφει συστηματικά, ενώ την ίδια στιγμή κρύβεται από τους γερμανούς εισβολείς, για να τους επιφέρει την κατάλληλη στιγμή το καίριο πλήγμα. Σκέψεις αποτυπωμένες μέσα κυριολεκτικά στο άγος του πολέμου. Μπορεί όμως να διαισθανθεί την ύπαρξη κι άλλων εχθρών, πολλών ύπουλων εχθρών στο κοντινό ή και απώτερο μέλλον. Είναι οι διαστροφές, οι εκφυλιστικές τάσεις του πολιτισμού, που θα οδηγήσουν μαθηματικά, αν δεν έχουν οδηγήσει ήδη, τον άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού. Ετσι, ο επιτήδειος, ο ευρηματικός μαχητής κωδικοποιεί τις εκφάνσεις του υπόγειου, του συλλογικού τρόμου: «Βλέπω τον άνθρωπο χαμένο από πολιτικές διαστροφές, συγχέοντας δράση και εξιλέωση, ονομάζοντας κατάκτηση τον αφανισμό του». Γράφει αντιστικτικά: η ηδονή της διασφάλισης του στιγμιαίου ως να ήταν ένα απαραίτητο μνημείο βίου και η ηδονή της επικυριαρχίας, της συντριβής του αρπακτικού γείτονα, της τελικής εξασφάλισης του απόλυτου σεβασμού των ατομικών και εθνικών δικαίων.
Διακόσια τριάντα οκτώ μικρά κείμενα. Οι προβλέψεις εν γένει δυσοίωνες. Ο λόγος προφητικός, επειδή είναι αληθινός. Επειδή οράται: «Θα έρθει ο καιρός που τα έθνη στο κουτσό του σύμπαντος θα εξαρτώνται τόσο στενά τα μεν από τα δε όσο τα όργανα ενός και του αυτού σώματος, αλληλέγγυα στην οικονομία του. Ο εγκέφαλος, που ξεχειλίζει από μηχανές, θα μπορεί άραγε ακόμα να εγγυάται την ύπαρξη και του ελάχιστου ρυακιού ονείρου και απόδρασης; Ο άνθρωπος, με βήμα υπνοβάτη, προχωράει προς τις φονικές νάρκες, οδηγούμενος από το τραγούδι των εφευρετών…».
Παράγραφοι στοργής
Μονόξυλα λεκτικά, σχεδίες – στροφές επιβίωσης μέσα στον όλεθρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράγραφοι στοργής. Και αυτοελέγχου. Ως να υπακούει σε σχέδια κι οδηγίες των Πυθαγορείων ή του Μάρκου Αυρηλίου, ακτινογραφεί το εγώ. Εννοώ συγκεκριμένα: «Βυθίσου μέσα στο άγνωστο που βαθαίνει. Υποχρέωσε εαυτόν σε περιστροφή […] Σήμερα εξηγώ καλύτερα στον εαυτό μου αυτή την ανάγκη της απλοποίησης, να τα βάζεις όλα σε ένα, τη στιγμή της απόφασης εάν κάτι πρέπει να γίνει ή όχι. Ο άνθρωπος μετά λύπης του απομακρύνεται από τον λαβύρινθό του. Οι χιλιετείς μύθοι τον ωθούν να μη φύγει». Οι σημειώσεις εξελίσσονται σταδιακά τόσο σε ημερολόγιο ηθικής πορείας, όσο και σε κατάστρωση μιας προσωποπαγούς Ars poetica. Απομονώνω και τα εξής ενδεικτικά για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Γράφω λακωνικά. Δεν μπορώ να απουσιάσω για πολύ. Το να επεκταθώ θα οδηγούσε στην εμμονή. Η προσκύνηση των βοσκών δεν είναι πια χρήσιμη στον πλανήτη…». Εχει στο μεταξύ υιοθετήσει για την περίσταση το παρωνύμιο Υπνος. Ενώ για τους φίλους του, τους αντιστασιακούς, είναι ο ακατάβλητος, ο ευρηματικός σαμποτέρ Αλέξανδρος. Αναφερόμενος πρωτίστως στο δικό του πρόσωπο, ορίζει το πλαίσιο της κειμενικής στρατηγικής ως εξής: «Ο ποιητής δεν μπορεί να παραμένει για πολύ στη στρατόσφαιρα του Λόγου. Οφείλει να συσπειρώνεται σε νέα δάκρυα και να δίνει μεγαλύτερη ώθηση στο είδος του». Ενώ δεν παραλείπει να απευθυνθεί στον ανώνυμο ήρωα του μετώπου: «Να είσαι του άλματος. Να μην είσαι του γλεντιού, του επιλόγου του». Οι φράσεις της ετοιμότητας θυμίζουν, φρονώ, ανάλογες ρήσεις του σχεδόν συνομηλίκου του Μάο Τσετούνγκ της Μεγάλης Πορείας: «Να δρας σαν πρωτόγονος και να προβλέπεις σαν στρατηγός». Την ίδια στιγμή αποτίει φόρο τιμής στο ένστικτο του Ερωτα.: «Μετά από το φιλί στο βουνό, ο χρόνος προσανατολίζεται στο χρυσαφένιο καλοκαίρι των χεριών της και στον λοξό κισσό». Ενώ ταυτοχρόνως η παθιασμένη ρητορική των Ες Ες ακούγεται στο βάθος του τοπίου ως ο εφιάλτης του είδους.
Η φιλοπατρία
Οι αλλεπάλληλες δολιοφθορές του κατά των εχθρών αποδεικνύουν στην πράξη το σθένος της φιλοπατρίας του. Μαχόμενος με έκδηλη αυταπάρνηση στην Αλσατία, δικαιώνει όσους είδαν σ’ αυτόν τον γάλλο ποιητή το πρότυπο του στρατευμένου αισθητή. Εχοντας ήδη αφομοιώσει, μεταξύ άλλων, έργα του Πλούταρχου, του Βιγιόν, του Ρακίνα, του Νερβάλ, του Μποντλέρ και γερμανών ρομαντικών, πρόλαβε να προσεγγίσει τους υπερρεαλιστές της εποχής του Μπρετόν, Αραγκόν και Ρενέ Κρεβέλ. Εξού και οι μνήμες των ωσμώσεων με το άρρητο ή το Υπερβάλλον: «Η διαύγεια είναι η πληγή η εγγύτερη στον ήλιο». Πολλοί αφορισμοί του είναι ενδεικτικοί των ακραίων εννοιολογικών συσχετισμών, ήτοι: «Μόνο τα μάτια είναι ακόμη ικανά να βγάλουν μια κραυγή». Δεν παραλείπει να μετρήσει, προτού κηρυχτεί ο πόλεμος, τον λόγο των προσωκρατικών, του Ρεμπό, του Λοτρεαμόν, των εμβληματικών αλχημιστών. Συνοψίζει, όταν δεν αμύνεται υπέρ ελευθερίας και αξιοπρέπειας, ως εξής: «Το ποίημα είναι παράφορη ανύψωση· η ποίηση, το παιχνίδι των αυχμηρών όχθων».
Εχει κρατήσει κιόλας, σημειωτέον, αποστάσεις από τους υπερρεαλιστές. Διατηρεί όμως αλώβητη τη φιλία του με τον Ελιάρ. Οπως τονίζει ο ποιητής Θανάσης Χατζόπουλος, ο πολύπειρος κι άλλο τόσο ευθύβολος μεταφραστής του Υπνου-Αλέξανδρου-Ρενέ Σαρ (1907, Ιλ-σιρ-Σοργκ – 1988, Παρίσι), η κατάθεση αυτή, στη διάρκεια των συγκρούσεων στα μητρικά εδάφη, συνιστά κατ’ ουσίαν «το γεφύρι που ρίχνει καθημερινά ο Σαρ, ανάμεσα στον καθημερινό εαυτό του της πρακτικής ζωής, μιας ζωής που, για εκείνη την περίοδο, κινείται σαν εκκρεμές από την όχθη της ζωής στην όχθη του θανάτου, και της πνευματικής περιπέτειας στην οποία έχει ριχτεί ήδη πριν από τον πόλεμο».
Η «συγγένεια» με τον Αμλετ
Η διαχρονική αγωνία του δημιουργού
Μελετώντας σήμερα, πρώτη φορά στη γλώσσα μας, τα «Φύλλα του ύπνου», σ’ αυτήν την τόσο φροντισμένη εκδοχή τους, συγκρατούμε αμέσως τη διαχρονική αγωνία του δημιουργού τους. Πρόκειται για την ίδια αγωνία, η οποία συνέχει τον Αμλετ στην τέταρτη σκηνή της τέταρτης πράξης. Διαβάζουμε σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, στην έκδοση του Κέδρου: «Ολα με απειλούν. Κι όσα τυχαία γίνονται γίνονται επίτηδες / για να με ερεθίζουν. Να προκαλούν την κούφια μου εκδίκηση / Ενα κτήνος είναι ο άνθρωπος, που κοιμάται / και ξυπνάει μονάχα για να φάει σαν το κτήνος. Δεν άξιζε / την δωρεά του χρόνου. Αδικα η φύση φύσηξε μέσα μας / τον λόγο που ήταν προορισμένος για να γίνει / η μνήμη και η πρόβλεψη του κόσμου, κι αυτός ο νους / που είναι ο Θεός μέσα μας άδικα μάς κατοίκησε / Γιατί ποτέ δεν θα πάρουμε ό, τι έχει να μάς δώσει / Με αμνησία ζώου». Ο Ρενέ Σαρ παραμένει επίκαιρος: μας στρέφει το βλέμμα εκεί που χτυπάει η καρδιά του προφανώς ανίκητου Κακού.

Rene Char

Φύλλα του ύπνου

Εισαγωγή – μετάφραση:

Θανάσης

Χατζόπουλος

Εκδ. Πόλις, 2017,

σελ. 175

Τιμή: 14 ευρώ