«Η μορφή του νερού»: Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο πιστεύει στα παραμύθια. Τόσο που δεν δίστασε να τοποθετήσει δύο παραμυθένιες ιστορίες φαντασμάτων στα χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου, με τη «Ραχοκοκαλιά του Διαβόλου» και τον «Λαβύρινθο του Πάνα» –η δεύτερη παραμένει η καλύτερη ταινία φανταστικού σινεμά για τον 21ο αιώνα. Και εδώ από μια παραμυθένια αφετηρία ξεκινά, την οποία όμως και τοποθετεί στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Πρωταγωνίστρια η υπέροχη Σάλι Χόκινς (τη θυμόμαστε από το «Happy go lucky» του Μάικ Λι), στον ρόλο μιας μουγγής καθαρίστριας που εργάζεται στα γραφεία μιας αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας. Εκεί θα πρωτοέρθει σε επαφή με ένα αλλόκοτο, αμφίβιο πλάσμα, το οποίο υποβάλλουν σε φρικτά πειράματα. Είναι εξωγήινο; Είναι ένα μαγικό πλάσμα προερχόμενο από μια άλλη διάσταση; Ποιος νοιάζεται. Σημασία έχει η ένωσή τους. Και η ηρωίδα μας συναισθάνεται βαθιά το πλάσμα αυτό, στο βαθύτερο μάλιστα επίπεδο στο οποίο δυο άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν, αυτό του αγγίγματος και της σιωπής. Είναι ένας έρωτας με άλλα λόγια, αλλά και μια βαθιά αγάπη, πιο υπερβατική: μπορείς να ερωτευθείς χίλιες φορές, αλλά λίγες μπορείς να αγαπήσεις.
Με μια αφήγηση που πατά με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και το άλλο στον λυρισμό, ο Ντελ Τόρο αποδεικνύει γιατί είναι ο σημαντικότερος παραμυθάς της γενιάς μας. Η ταινία του δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω: μιλά για την αλλοτρίωση της εξουσίας, τον φόβο του διαφορετικού, το ζήτημα της αληθινής μας φύσης και, φυσικά, για την αγάπη, με τρόπους που θα μπορούσε να διαισθανθεί και ένα παιδί –όχι πως η βίαιη εικονογραφία της ενδείκνυται για μικρούς θεατές. Αλλά, θα μου πείτε, στην Κοκκινοσκουφίτσα ξεσκίζουν την κοιλιά του λύκου για να βγάλουν από μέσα τη φαγωμένη γιαγιά και να τη γεμίσουν με πέτρες.
Φυσικά, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση «ωραιοποίησης» των παραμυθιών, χάριν πολιτικής ορθότητας. Με τον τρόπο του, ο Ντελ Τόρο (που είναι προσεκτικός γιατί, όπως και να το κάνουμε, το κυνήγι μαγισσών δίνει και παίρνει τελευταία) στέκεται απέναντι σ’ αυτήν, σε μια ταινία γεμάτη γνήσια αισθαντική χάρη, ένα φιλμ που είναι ένα χαρμόσυνο κάλεσμα σε καθετί γνήσια ανθρωποκεντρικό. Θα επιστρέφουμε για χρόνια στη «Μορφή του νερού», να μου το θυμηθείτε.
(Βαθμοί: 9)

Τόλμη

«Το φεγγάρι του Δία»: Ο Κορνέλ Μοντρούτσκο δεν είναι ένας τυχαίος δημιουργός, ο αριστουργηματικός «Λευκός Θεός» είναι εκεί για να μας το υπενθυμίζει. Και στην τελευταία του ταινία πηγαίνει την προβληματική εκείνου του φιλμ ακόμη παραπέρα. Η κεντρική ιδέα έχει ως εξής: ένας σύρος πρόσφυγας, χτυπημένος από χίλιες ταλαιπωρίες και δεινά, προσπαθεί να περάσει τα σύνορα της Ουγγαρίας, που φυλάσσονται από αστυνομικές δυνάμεις έτοιμες για το χειρότερο. Τον πυροβολούν και αυτός σωριάζεται στο έδαφος. Αντί να πεθάνει όμως… πετάει. Και αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων γύρω του, ενώ ολόκληρη η χώρα βρίσκεται σε αναβρασμό. Υπάρχουν χίλιες ιδέες εδώ, και το σενάριο παίρνει, σε κάθε σταυροδρόμι, τη στροφή που δεν περιμένεις. Κάποιες φορές ξεστρατίζει κιόλας. Αλλά είναι τέτοια η θέρμη του σκηνοθέτη, τέτοια η εικονοκλαστική του έμπνευση, που παρακολουθείς καθηλωμένος. Και, να σας πω την αλήθεια, προτιμώ έναν σκηνοθέτη που τραβάει το θέμα του στα άκρα, γνωρίζοντας πως ισορροπεί στη κόψη, παρά έναν άλλο που μαζεύει τον μύθο του από δω κι από κει, για να μη του ξεφύγει κανένα λάθος. Αν αυτό που έχεις να πεις είναι σημαντικό, ας κάνεις κι ένα λάθος, δεν πειράζει.

Βαθμοί: 7

Σούπα ψηφιακών εφέ

«Black Panther»: Εχει διαφορά που οι ήρωες εδώ είναι Αφροαμερικανοί; Η ίδια βαβούρα και το ίδιο πρόχειρο μοντάζ σκηνών δράσης όπου δεν καταλαβαίνεις ποιος βαράει ποιον, δεν ισχύουν κι εδώ; Κινήσεις μάχης κατευθείαν βγαλμένες από το Playstation δεν συναντάς; Μα, θα πει ο άλλος, δεν καταλαβαίνεις την ιστορική σημασία των παραπομπών για το αφροαμερικανικό κοινό. Οι παραπομπές όμως είναι μια μασημένη ρώσικη σαλάτα γιατί (έκπληξη!) ούτε το αφροαμερικανικό κοινό δεν τις καταλαβαίνει (ομογενοποιημένοι όλοι οι θεατές των blockbuster!). Απλά του σερβίρονται ως σημαίνουσες, γιατί αυτό είναι το έρεισμα. Και όσο το αληθινά πολιτικό σινεμά θα ενοχλεί, τόσο το Χόλιγουντ θα προσπαθεί να μας πείσει πως οι «πολιτικές σημάνσεις» των κόμικς είναι η μόνη πραγματικότητα που μας αφορά. Να μας συμπαθάτε που δεν τσιμπάμε. Θέλετε ταινίες γνήσιας αφροαμερικανικής κουλτούρας; Δείτε το «Sweet Sweetback’s badass song» και τα ξαναλέμε.

Βαθμοί: 4

Για τη Μίρεν μόνο

«Winchester: το σπίτι των φαντασμάτων»: Προσέξτε αφηγηματική αφετηρία: οι μέτοχοι της εταιρείας κατασκευής όπλων Winchester στέλνουν έναν (ναρκομανή) γιατρό στην έπαυλη της χήρας του ιδιοκτήτη (που θεωρούν «τρελή») για να αξιολογήσει την ψυχική της σταθερότητα. Υποτίθεται πως βασίζεται σε αληθινή ιστορία, αλλά όπως και να ‘χει το κεντρικό θέμα, έχει ενδιαφέρον. Η δε Ελεν Μίρεν προσδίδει ένα κάποιο κύρος στο όλο στήσιμο, και το γοτθικό στοιχείο ενισχύεται από το μέγεθος της παραγωγής (που με τη σειρά του υποστηρίζει κάθε αισθητική λεπτομέρεια). Η απειλή είναι παρούσα δηλαδή, πριν αρχίσουν τα τερτίπια του μοντάζ και των ειδικών εφέ. Με το που ξεκινά το καρναβάλι όμως, χάνεται και η μπάλα: κάθε μα κάθε σκηνή «αγωνίας» πατά πάνω στην ίδια συνταγή. Σιωπή… σιωπή… κι άλλη σιωπή… και ξαφνικά ΜΠΟΥ! Ε, μία, δυο, τρεις, βαριέσαι.

Βαθμοί: 4

Προβάλλονται επίσης

Στην «Κόρη της Απριλ» έχουμε ένα στιλπνό οικογενειακό δράμα ισπανικής προέλευσης που ξεκινά από μια εγκυμοσύνη, με μια εναρκτήρια σκηνή που βγάζει μέχρι και γέλιο. Η συνέχεια όμως είναι ενδοσκοπική, ενίοτε σκληρή, αλλά και ρεαλιστική. Αξίζει. (Βαθμοί: 6). Βγαίνει επίσης και το παιδικό «Γατοξόρκι» για παιδιά (πολύ) μικρής ηλικίας.