Η φωτογραφία είναι θρυλική για τους μυημένους στις πρωτοπορίες που συγκροτήθηκαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Internationale Lettriste και Internationale Situationniste) και θέλησαν να συνεχίσουν το ημιτελές έργο των λεγόμενων ιστορικών πρωτοποριών (νταντά, φουτουρισμός, υπερρεαλισμός), αντιστρέφοντας ωστόσο το κεντρικό τους πρόγραμμα / πρόταγμα. Ετσι, αντί να προτάσσουν το να τεθεί η ποίηση στην υπηρεσία της επανάστασης, επιζητούν να θέσουν την επανάσταση στην υπηρεσία της ποίησης.
Το σημαντικότερο βιβλίο που γεννήθηκε από τις ζυμώσεις και τις περιπέτειες κάποιων «ελάχιστα ευυπόληπτων ανθρώπων» που ρίχτηκαν, ήδη από το 1952, σε τούτη την περιπέτεια ήταν η περιλάλητη «Κοινωνία του θεάματος» («La société du spetacle») του Guy Debord. Η «Κοινωνία» εκδόθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1967, πριν από μισό αιώνα. Είχε ένα απόλυτα λιτό εξώφυλλο, λευκό, και στο οπισθόφυλλο έβλεπες μια φωτογραφία σε μέγεθος μεγάλου γραμματοσήμου: επρόκειτο για το πρόσωπο του συγγραφέα, του Debord. Μόνο το πρόσωπό του, που μοιάζει να είναι εν κινήσει και κάτι να λέει με ένταση. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για στημένη φωτογραφία. Από κάτω ένα επίσης απόλυτα λιτό βιογραφικό («Ο Guy Debord γεννήθηκε στο Παρίσι το 1931, είναι ο διευθυντής της επιθεώρησης “Internationale Situationniste”. Επίσης, δημιουργός ορισμένων ταινιών μικρού μήκους και εκτός κυκλοφορίας») και πιο κάτω o εκδοτικός οίκος και η διεύθυνση (Edition Buchet / Chastel, 166 Bvd du Montparnasse Paris) και η τιμή του βιβλίου (16,50 F).
Χρειάστηκε να κυλήσουν σχεδόν πέντε δεκαετίες ώσπου να ανακαλύψουμε τον δημιουργό της φωτογραφίας, να δούμε ολόκληρη τη φωτογραφία, σε δύο εκδοχές της (η μία ελαφρώς κροπαρισμένη), να μάθουμε μια αλλόκοτη πτυχή της φωτογραφίας και να βεβαιωθούμε για μία ακόμα φορά ότι όντως μία φωτογραφία ίσον χίλιες και βάλε λέξεις.
Ο φωτογράφος δεν ήταν άλλος από τον βέλγο υπερρεαλιστή καλλιτέχνη Leo Dohmen (1929-1999), μια σπουδαία προσωπικότητα στους πρωτοποριακούς κύκλους των Βρυξελλών. Ο Dohmen είχε την ιστορική τιμή να παρακολουθήσει τις εργασίες της 6ης Συνδιάσκεψης της Καταστασιακής Διεθνούς (Internationale Situationniste) στην Αμβέρσα, από τις 12 έως τις 15 Νοεμβρίου του 1962, «μέσα σε εξαιρετικές αρχιτεκτονικές και παιγνιώδεις συνθήκες». Φυσικά, φωτογράφισε τόσο τις εργασίες της Συνδιάσκεψης όσο και τα γλέντια του Debord και των συντρόφων του σε ορισμένα μπαρ της Αμβέρσας. Επίσης, φωτογράφισε τον ίδιο τον Debord, στις 7 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στο Zigeuner Kelder, ένα τσιγγάνικο καμπαρέ της πόλης, όπως μαθαίνουμε από χειρόγραφη επιστολή του Dohmen με παραλήπτη τον Debord, όταν του έστειλε τη φωτογραφία για την οποία κάνουμε εδώ λόγο.
Βλέπουμε τον Debord σε ένα απλό και συνάμα περίπλοκο σκηνικό, σε κάτι που μοιάζει να προέκυψε με πολυπρισματική διπλοέκθεση ή και τριπλοέκθεση, καθότι μια προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ένα τρίτο χέρι ανάμεσα στα δύο του Debord (το ένα κρατάει κομψά ένα κουτάλι ή πιρούνι πάνω από μια γαβάθα, ενώ το άλλο χειρονομεί για να τονίσει κάτι που αφηγείται ο διοπτροφόρος στοχαστής και ανατροπέας), καθώς και κάμποσα ποτήρια και τον διάκοσμο του μπαρ σε θέσεις που δεν θα έπρεπε κανονικά να υπάρχουν. Αποκαλύπτει επίσης πέντε φασματικές παρουσίες, σε κάθετη διευθέτηση, στο δεξιό άκρο της φωτογραφίας, ανάμεσα στις οποίες και αυτή του Debord!
Οπως σημειώνει ο Leo Dohmen στη χειρόγραφη επιστολή του –ουσιαστικά ένα σημείωμα στο πίσω μέρος της φωτογραφίας -, δεν πρόκειται για μοντάζ. Διαβεβαιώνει, επίσης, ότι δεν πρόκειται για διπλοτυπία και ότι τράβηξε τη φωτογραφία με μια συσκευή που διέθετε αυτόματο μηχανισμό, ο οποίος δεν επέτρεπε τη διπλοέκθεση. Μολοντούτο, οι πέντε φασματικές παρουσίες είναι αρκετά ευδιάκριτες, εάν προσέξουμε καλά και εάν μεγεθύνουμε τη φωτογραφία και εν συνεχεία τη στρέψουμε κατά 90 μοίρες, και μάλιστα φτάνουμε να αναγνωρίσουμε με κάθε βεβαιότητα δύο από αυτές: τον Debord, όπως ήδη είπαμε, στο κέντρο και στα αριστερά τον Attila Kotanyi (1924-2003), έναν ούγγρο ποιητή, αρχιτέκτονα, φιλόσοφο και σημαντικό μέλος, τότε, της Καταστασιακής Διεθνούς. Οι τρεις άλλοι πρωινοί συμπότες και συνομιλητές, εκ των οποίων ο ένας μοιάζει έτοιμος να ανάψει το τσιγάρο του (διακρίνουμε μόνο τα χέρια του), είναι δύσκολο να αναγνωριστούν, κατά πάσα πιθανότητα πάντως πρόκειται για τον βέλγο καταστασιακό Raoul Vaneigem (1934), τον Ολλανδό Jan Strijbosch, για τον οποίο γνωρίζουμε μόνον ότι διετέλεσε για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς, και τη Γαλλίδα Michèle Bernstein (1932), η οποία ήταν ιδρυτικό μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς, συγγραφέας δύο λίαν ενδιαφερόντων μυθιστορημάτων («Tous les chevaux du roi», 1960, και «La nuit», 1961) και σύζυγος του Debord από το 1954 έως το 1972.
Οπως και να ‘χει, η φωτογραφία είναι ιστορική. Βλέπουμε, έστω και φασματικά, κάποιες σημαντικές φυσιογνωμίες της Καταστασιακής Διεθνούς, μαθαίνουμε πολλά για τον τρόπο ζωής τους (στοχασμός, συλλογικότητα, κραιπάλες, παιγνιώδης διάθεση) και, τέλος, είναι αυτή που επιλέγει ο Debord για να κοσμήσει την πρώτη έκδοση του καταλυτικού του έργου «Η κοινωνία του θεάματος». Το γιατί επέλεξε αυτήν ακριβώς τη φωτογραφία, τραβηγμένη πέντε χρόνια πριν από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, εξηγείται από δύο γεγονότα: πρώτον, επρόκειτο για τη στιγμή (με την έννοια του Hegel) της μετάβασης των καταστασιακών, πάντα υπό την καθοδήγηση του Debord, στο στάδιο της «υπέρβασης της τέχνης» και «πραγμάτωσης της φιλοσοφίας», για το πέρασμα της Καταστασιακής Διεθνούς στη λεγόμενη «πολιτική» φάση της, καθώς η οργάνωση είχε απαλλαχθεί πλέον από μια πληθώρα ζωγράφων και είχε εμπλουτιστεί με ανατρεπτικούς κοινωνιολόγους και στοχαστές, όπως ο Vaneigem. Και δεύτερον, όπως συνάγουμε από την αλληλογραφία του Debord (βλ. «Correspondance», τόμοι 1-7, εκδ. Fayard), εκείνη ακριβώς την εποχή συνέλαβε την ιδέα να συνθέσει τις 221 θέσεις που απαρτίζουν το βιβλίο του και να αρχίσει τη συγγραφή.