Θυμάται κανείς την Τάλα; Αμφιβάλλω. Τρία χρόνια είναι πολλά. Η συγκίνηση έχει πιο σύντομη ημερομηνία λήξης. Και η ιστορία της Τάλα μάς συγκίνησε την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 2015. Ο πατέρας της ήταν πρόσφυγας από τη Συρία και μαζί με την κόρη του ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της προσφυγιάς από τη Δαμασκό. Κατόρθωσε να φτάσει στον Εβρο, που δεν ήταν για εκείνον μόνο τα σύνορα ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, αλλά ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή, στην απελπισία και την ελπίδα. Πέρασε τα παγωμένα νερά κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά του και, μόλις πάτησε «απέναντι», ξεψύχησε. Από υποθερμία. Η μικρή έμεινε στην αγκαλιά του νεκρού πατέρα για περισσότερες από δέκα ώρες. Οσο ακόμη το κορμί του ήταν ζεστό, της εξασφάλιζε τη μίνιμουμ συνθήκη επιβίωσης. Και μοιάζει με παραμύθι ή παραλογή το ότι ο πατέρας, ακόμη και μετά τον θάνατό του, «φρόντισε» την κόρη του. Μέχρι που ένας περαστικός βρήκε τυχαία αυτό το τραγικό σύμπλεγμα των δύο σωμάτων και το κορίτσι σώθηκε στο παρά πέντε.
Ανάμεσα στην Τάλα και την Αϊσέ έχουν μεσολαβήσει χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά με εξωτικά ονόματα που προσπάθησαν να περάσουν «απέναντι». Και για αρκετούς από αυτούς ο Εβρος ήταν ο Αχέρων ποταμός. Το πέρασμα όχι σε μια καινούργια ζωή, αλλά στο επέκεινα. Για άλλους μάθαμε, για άλλους δακρύσαμε, άλλους τους πήραν τα απόνερα της ειδησεογραφίας και δεν τους μάθαμε ποτέ, όλους όμως μετά –από λίγο –τους ξεχάσαμε. Ετσι κυλάει η ζωή. Κι έτσι κυλάει και το ποτάμι. Που ακόμη και αν δεν μας διαβρώνει όπως συμβαίνει με τους ήρωες στο εξαιρετικό θεατρικό έργο των Ρέππα – Παπαθανασίου «Ο Εβρος απέναντι», μας εθίζει στην τραγικότητα μεταβάλλοντάς τη σε στοιχείο της καθημερινότητας. Κι αυτό είναι το χειρότερο.
ΥΓ: Για την Ιστορία, η Τάλα, τον Μάιο του 2015, επανενώθηκε με την οικογένειά της.