Τον φαντάζεσαι να το λέει και είσαι σχεδόν σίγουρος ότι το κάνει. Οτι μοιράζει τα «οθωμανικά χαστούκια» που θέλει να ρίξει στους Αμερικανούς, όχι φυσικά στους ίδιους, αλλά σε όποιον βρίσκεται δίπλα του: τη φρουρά του, τους συμβούλους του, κάποιον υπουργό. Να ξεσπά την οργή του, μια οργή που ασφυκτιά σε κάποιον που έχει αφεθεί και έχει αφήσει τα πάντα στο θυμικό του. Που συγκρατεί με κόπο τα νεύρα του, τόσο κόπο που συσπώνται οι μύες του προσώπου του, είτε κάθεται στον καναπέ του Προεδρικού Μεγάρου με τον Προκόπη Παυλόπουλο είτε στέκεται όρθιος σε μια αίθουσα του Ελιζέ με τον Εμανουέλ Μακρόν.
Αν είναι αυτός ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τότε αυτή είναι και η Τουρκία του. Μια χώρα που, σαν τον πρόεδρό της, αισθάνεται ότι ασφυκτιά στο δυτικό κοστούμι που της έραψαν επειδή ασφυκτιά ο ίδιος. Μια απολυταρχία που διώκει όσους θεωρεί εσωτερικούς εχθρούς και απειλεί όσους θεωρεί εξωτερικούς, νιώθοντας η ίδια υπό διαρκή απειλή. Η Τουρκία του Ερντογάν δεν διαφέρει από τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ιστορίας. Ταυτίζεται με το πρόσωπο του δυνάστη της. Κι όπως εκείνος, αμφιταλαντεύεται ψυχολογικά ανάμεσα στην επιθυμία του θριάμβου και στον τρόμο της πτώσης. Ανάμεσα στον τυφλό εγωισμό και στην παρανοϊκή ανασφάλεια.
Πώς αντιμετωπίζεται ένας τέτοιος δυνάστης; Μια τέτοια δύστυχη χώρα; Η αλήθεια είναι ότι η Ιστορία δεν στάθηκε ποτέ καλή μαζί τους. Ο Ερντογάν δεν θα έχει το τέλος του σουλτάνου που ονειρεύεται, αλλά το τέλος που φοβάται. Για να ξαναγίνει η Τουρκία η χώρα που ονειρεύονται οι φυλακισμένοι της. Κι όλοι εκείνοι που σήμερα φοβούνται τα χαστούκια του.